Α. ΜΕΡΟΣ
ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ
ΣΤΟ
ΗΛΙΟΛΟΥΣΤΟ ΚΙΛΚΙΣ
ΜΙΑ
ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΓΗΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η αποτύπωση της ιστορίας του χωριού ήταν μια
απαίτηση που υπήρχε από χρόνια. Σήμερα που επιχειρείτε να γίνει, είναι μια πολύ
δύσκολη προσπάθεια μιας και η πρώτη γενιά των προσφύγων έχει εκλείψει και
δυστυχώς οι όποιες μαρτυρίες δεν έχουν καταγραφεί. Για μας, την τρίτη γενιά,
αποτελεί υποχρέωση να θυμόμαστε και να συντηρούμε την ιστορική μνήμη των
προγόνων μας. Είναι φανερές οι δυσκολίες της προσπάθειας αυτής και όσο αφήνουμε
τον χρόνο να κυλίσει αναξιοποίητος, όσο απομακρυνόμαστε από τα γεγονότα, τόσο
πιο δύσκολο θα γίνετε το έργο της έρευνας και καταγραφής. Είναι υποχρέωση μας
να μην αφήσουμε το χρόνο να αμβλύνει ή ακόμα και να σβήσει από την μνήμη μας πρόσωπα και γεγονότα.
Στον τόπο αυτόν εδώ κατοίκησαν άνθρωποι
ειλικρινής και τίμιοι, απλοί και ξεχωριστοί. Άνθρωποι που είχαν την δύναμη και
το σθένος να ορθώσουν το ανάστημα τους σε δύσκολες στιγμές της ζωής τους, της
ράτσας τους και του έθνους, δίνοντας πάντα ένα βροντερό παρών. Άνθρωποι
ηρωικοί. Άνθρωποι δυνατοί αλλά και
ευαίσθητοι. Άνθρωποι ξεριζωμένοι από τις πατρογονικές εστίες τους. Πόντιοι οι
μεν, Βλάχοι οι άλλοι. Διαφορετικές καταγωγές, διαφορετικοί τόποι προέλευσης,
ίδιος τόπος εγκατάστασης. Μελάφτσα, αργότερα μετονομάσθηκε Ηλιόλουστο, για τους
Πόντιους, Ηλιόλουστο από την εγκατάσταση
για τους Βλάχους. Οι μεν αιώνες στον Πόντο, αναγκάζονται να μετοικήσουν στα
μέρη του Καυκάσου, για να υποχρεωθούν μετά από 40 χρόνια παραμονής να τα
αποχαιρετίσουν και να καταλήξουν στη μητέρα πατρίδα. Οι Βλάχοι Ηπειρώτες από
πάππο προς πάππο αναγκάζονται και αυτοί να αναζητήσουν καλύτερη ζωή για τους
ίδιους και τις οικογένειες τους. Μεταναστεύουν στη Μακεδονία, επιλέγοντας για
τόπο κατοικίας, το φιλόξενο Ηλιόλουστο. Συναντήθηκαν και έδεσαν με τους Πόντιους. Μέσα από δυσκολίες, αμφιβολίες και αρχικές
ενστάσεις έγιναν μια ενιαία κοινωνία. Η κοινωνία του Ηλιόλουστου.
Αγαπητέ αναγνώστη,
Με το βιβλίο αυτό δίνεται η ταυτότητα του χωριού
μου, του Ηλιόλουστου. Γίνεται ιστορική αναφορά στην προέλευση των κατοίκων,
Ποντίων και Βλάχων. Για τους Πόντιους, από το Φαχρέλ του Καυκάσου, η ιστορία
ξεκινά το 1878 από το Τσατάχ της Αργυρούπολης του Πόντου και για τους Βλάχους
από την Ζίτσα και το Κεφαλόβρυσο της Ηπείρου το 1927.
Έγινε προσπάθεια ανίχνευσης της ιστορίας του
χωριού, της Μελάφτσας, προτού την εγκατάσταση των προσφύγων. Δυστυχώς οι πηγές
πληροφόρησης που βρέθηκαν είναι ελάχιστες. Έτσι το πόσο βαθειά πίσω πηγαίνει η
ιστορία της Μελάφτσας δεν στάθηκε δυνατόν να εξακριβωθεί. Σίγουρα όμως ο
οικισμός υπάρχει στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είναι τούρκικο
χωριό που απασχολούσε βούλγαρους εργάτες γης.
Γίνεται αναφορά και στην νεότερη ιστορία του
χωριού. Εξετάζεται ιδιαίτερα αναλυτικά η περίοδος 1975 – 1990. Χρονικό διάστημα
που οι ακτήμονες του χωριού θα δώσουν έναν από
τους πιο δύσκολους και σκληρούς αγώνες, μετά την μεταπολεμική περίοδο.
Θα δώσουν έναν αγώνα τίμιο και δίκαιο. Θα διεκδικήσουν την επιστροφή των
κτημάτων τους που παράνομα και καταχρηστικά κατέχουν, καλλιεργούν και καρπούνται οι αδελφοί
Σουλτογιάννη, γνωστοί τσιφλικάδες της περιοχής. Κτήματα που άρπαξαν
κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια τους την περίοδο της Μεταξικής δικτατορίας, όταν
Γραμματέας Διοίκησης Μακεδονίας ήταν ο Αλέξανδρος Καραθόδωρος, γνωστός επίσης
τσιφλικάς της περιοχής.
Θα διεκδικήσουν το δικαίωμα στη ζωή.
Β. Κωνσταντινίδης
Γεννηθείς στο Ηλιόλουστο Κιλκίς
Κατά
το «Γεννηθείς εις Καύκασο Ρωσίας» των προγόνων μας.
ΤΟ ΚΙΛΚΙΣ ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ
Την περίοδο 1912 – 1913 έγιναν ο πρώτος και δεύτερος βαλκανικός πόλεμος.
Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο η
Βαλκανική Συμμαχία (Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο, Βουλγαρία) επιτέθηκε στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία και απέσπασε την Μακεδονία και το μεγαλύτερο μέρος της
Θράκης. Για τον τελικό διαμοιρασμό των
εδαφών προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ των συμμάχων όταν η Βουλγαρία δεν
μπορούσε να βρει κοινή γραμμή για τις νεοαποκτηθείσες περιοχές που βρισκόταν
υπό Ελληνική, Σέρβική και Ρουμάνικη διοίκηση
και προπάντων απέβλεπε στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης αναζητώντας διέξοδο
στο Αιγαίο.
Η Βουλγαρία δεν άργησε να προκαλέσει
τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, με αποτέλεσμα να βρεθεί αντιμέτωπος με τις άλλες
βαλκανικές χώρες, να ηττηθεί κατά κράτος και να αναγκασθεί να υπογράψει την
συνθήκη ειρήνης.
Το τέλος των Βαλκανικών
Πολέμων αλλάζει ριζικά τον χάρτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα το
κομμάτι που αποσπάστηκε από αυτήν. Στην θέση του ενιαίου γεωγραφικού χώρου
μπαίνουν σύνορα, τα σύνορα των
βαλκανικών χωρών. Αυτό επηρέασε σημαντικά κάποιες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι νομάδες
κτηνοτρόφοι οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι να μετακινούνται στον ενιαίο χώρο των
Βαλκανίων. Ορισμένους από τους οποίους θα τους συναντήσουμε αργότερα σαν
τσιφλικάδες στην περιοχή μας. Μάλιστα πολλά κτήματα που εγκατέλειψαν οι Τούρκοι
και οι Βούλγαροι, μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, καταλείφθηκαν παράνομα
από ντόπιους που ζούσαν την περίοδο αυτή στην περιοχή.
Ταυτόχρονα το Ελληνικό
κράτος διπλασιάστηκε σε έκταση και σε πληθυσμό. Η περιοχή του σημερινού Νομού Κιλκίς
ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος και αποτέλεσε μέρος, υποδιοίκηση, του νομού
Θεσσαλονίκης. Τον Οκτώβριο του 1934 ανακηρύσσεται σε αυτόνομο νομό με δυο
επαρχίες, την επαρχία Κιλκίς και την επαρχία Παιονίας.
ΟΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Μετά τους βαλκανικούς
πολέμους πολλοί κάτοικοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη συνέχεια της
Τουρκίας, με βάση μια σειρά συνθηκών, της Κωνσταντινούπολης, του Λονδίνου, του
Βουκουρεστίου και των Αθηνών μετανάστευσαν αμοιβαία στις χώρες από τις οποίες
θεωρούσαν ότι προέρχονταν. Έτσι, Μουσουλμάνοι από Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία
μετοίκησαν για μόνιμη εγκατάσταση στην Τουρκία (υπολογίζονται σε περισσότερους
από 400 χιλ. οι Τούρκοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που έφυγαν από τα
Βαλκάνια), Έλληνες από Βουλγαρία, Σερβία
και Τουρκία εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και αντίστοιχα το ίδιο έγινε με τους
Βούλγαρους και τους Σέρβους. Με τις συνθήκες που είχαν υπογραφεί προβλεπόταν η
ταυτόχρονη εθελούσια ανταλλαγή των ελληνικών πληθυσμών των χωριών της Θράκης
και του νομού Σμύρνης μέχρι τα Στενά με τους Μουσουλμάνους της Μακεδονίας και
της Ηπείρου. Η ανταλλαγή γινότανε κάτω από την επίβλεψη και προστασία των
κυβερνήσεων των δύο χωρών, της Ελλάδος και της Τουρκίας. Στην πραγματικότητα ο
εκπατρισμός στην Ελλάδα ήταν βίαιος και περισσότεροι από 250.000 εγκατέλειψαν
την Μικρά Ασία και την Θράκη. Σε πολλές
χιλιάδες υπολογίζονται οι θάνατοι από τους διωγμούς και τις ταλαιπωρίες μεταξύ
1915 - 1918.
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο
Πόλεμο υπογράφθηκε στις 27 Νοεμβρίου του 1919 η συνθήκη του Νεϊγύ μεταξύ
Ελλάδος και Βουλγαρίας και αναγνώριζε στους υπηκόους του ενός κράτους που
άνηκαν σε φυλετικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές
μειονότητες το δικαίωμα της ελεύθερης μετανάστευσης στη χώρα του άλλου, με το
δικαίωμα να πάρουν μαζί τους την κινητή περιουσία. Η δε ακίνητη περιουσία τους
όπως και των εκκλησιών, Μονών, νοσοκομείων και κάθε είδους ιδρυμάτων θα πωλείτε
ή θα εκκαθαρίζετε με το δικαίωμα οι δικαιούχοι να εισπράξουν την αξία τους.
Μικτή τετραμελής επιτροπή επέβλεπε και εξασφάλιζε την εκτέλεση της Σύμβασης, τα
δύο μέλη ήταν διορισμένα από την «Κοινωνία των Εθνών».
Με βάση την παραπάνω
Σύμβαση περίπου 50.000 Έλληνες μετανάστευσαν από την Βουλγαρία στην Ελλάδα και
γύρω στις 90.000 Βούλγαροι από Ελλάδα στην Βουλγαρία. Σύμφωνα με τις επίσημες
στατιστικές περίπου 41.000 σλαβόφωνοι παρέμειναν στην Ελλάδα επειδή δεν
επιθυμούσαν να την εγκαταλείψουν.
Η μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών
στην ελληνική επικράτεια έγινε στο τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας. Μετά
την Μικρασιατική καταστροφή η ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και
Τουρκίας αποτέλεσε αντικείμενο συμφωνίας που υπογράφθηκε στις 30 Ιανουαρίου
1923, το οποίο στη συνέχεια έγινε μέρος της Συνθήκης της Λωζάννης της 24ης
Ιουλίου του ίδιου έτους σύμφωνα με το άρθρο 142 της τελευταίας.
Σύμφωνα με την Συνθήκη η
ανταλλαγή ήταν υποχρεωτική και αποτέλεσμα της πολεμικής ήττας της Ελλάδος. Η
πρόβλεψη της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών ήταν ένα μέτρο που εφαρμόστηκε
για πρώτη φορά παγκοσμίως. Η ανταλλαγή αφορούσε τον ελληνικό πληθυσμό της
Μικράς Ασίας, περίπου 1.650.000 άτομα, με τους τουρκόφωνους Μουσουλμάνους της
Ελλάδος, περίπου 670.000 άτομα. Από αυτήν την συμφωνία εξαιρέθηκε η Ελληνική
μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκιποννήσων και των Περιχώρων, 125.000
κάτοικοι και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου, 6.000 περίπου. Αντίστοιχα
εξαιρέθηκαν οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης, 110.000 περίπου. Η ανταλλαγή
ίσχυε αναδρομικά για όλες τις μετακινήσεις που έγιναν από την ημέρα που
κηρύχθηκε ο
Α. Βαλκανικός πόλεμος. Οι ανταλλάξιμοι πληθυσμοί με βάση την συμφωνία θα απέβαλλαν την παλιά τους ιθαγένεια και θα αποκτούσαν την ιθαγένεια της χώρας που θα εγκαθίσταντο. Είχαν δικαίωμα να μεταφέρουν την κινητή τους περιουσία και να πάρουν από το κράτος αποζημίωση για τις ιδιοκτησίες που εγκατέλειψαν.
Α. Βαλκανικός πόλεμος. Οι ανταλλάξιμοι πληθυσμοί με βάση την συμφωνία θα απέβαλλαν την παλιά τους ιθαγένεια και θα αποκτούσαν την ιθαγένεια της χώρας που θα εγκαθίσταντο. Είχαν δικαίωμα να μεταφέρουν την κινητή τους περιουσία και να πάρουν από το κράτος αποζημίωση για τις ιδιοκτησίες που εγκατέλειψαν.
Η αθρόα εισροή προσφύγων στη ελληνική
επικράτεια προκάλεσε μια σειρά
ανακατατάξεις στο δημογραφικό και οικονομικό επίπεδο και τα οποία έπρεπε να αντιμετωπίσει άμεσα η
Ελλάδα. Τα σοβαρότερα προβλήματα ήταν η
εγκατάσταση και η στέγαση, η δημόσια υγεία και η αποκατάσταση των προσφύγων.
Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Μετά τους βαλκανικούς
Πολέμους ο σημερινός Νομός Κιλκίς ενσωματώνεται στην Ελλάδα και αποτελεί
περιοχή του Νομού Θεσσαλονίκης. Με βάση μια σειρά συνθήκες που είχαν υπογραφεί,
τόσο μετά τους βαλκανικούς πολέμους, όσο και μετά την Μικρασιατική καταστροφή,
οι Μουσουλμάνοι από Ελλάδα, Βουλγαρία και Σερβία αναχωρούν για εγκατάσταση στη
Τουρκία, Βούλγαροι από Ελλάδα και Σερβία στη Βουλγαρία και Έλληνες από Τουρκία,
Βουλγαρία και Σερβία στην Ελλάδα και αντίστοιχα και οι Σέρβοι. Μεγάλος αριθμός
Ελλήνων προσφύγων εγκαταστάθηκε στην τότε επαρχία Κιλκίς της Θεσσαλονίκης.
Τον Αύγουστο του 1913
φθάνουν οι πρώτοι πρόσφυγες από την Στρώμνιτσα. Την ίδια εποχή έρχονται
πρόσφυγες από το Μελένικο, την Δοϊράνη και το Μοναστήρι.
Η συστηματική διωγμοί των
Ελλήνων της Δυτικής Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης και στην συνέχεια του
Πόντου και της Δυτικής Θράκης ανάγκασε
ένα σημαντικό τμήμα του ελληνικού πληθυσμού
στις αρχές του 1914 να έρθει στην
Ελλάδα, ορισμένοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο νομό μας. Αργότερα πολλοί
επέστρεψαν πίσω. Η μεγάλη μετακίνηση
πληθυσμών έγινε μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Έλληνες από την Μικρά Ασία,
τον Πόντο και τον Καύκασο γέμισαν τις πόλεις και τα χωριά μας.
Σύμφωνα με τον Γ. Τηλικίδη, οι πρόσφυγες που μετανάστευσαν από την
περιφέρεια Κάρς – Αρνταχάν στην Ελλάδα, μέσω Βατούμ, την περίοδο 1921 – 1922 ανερχόταν σε 54.000
περίπου. Υπολογίζεται ότι από τους παραπάνω 6 - 7 χιλιάδες περίπου κατέφυγαν
στο Κουμπάν και γύρω στις 7 - 8 χιλιάδες πέθαναν από τις κακουχίες στη κάθοδο
προς το Βατούμ ή και κατά την διαμονή τους στο Βατούμ. Από αυτούς που κατέφυγαν στο Κουμπάν
σημαντικός αριθμός θα έρθει στην Ελλάδα μεταξύ 1922 και 1924, μαζί με άλλους
Έλληνες του Καυκάσου, του Πόντου και της Νότιας Ρωσίας και θα εγκατασταθούν
στην βόρεια Ελλάδα.
Σχετικά με τις τραγικές
συνθήκες παραμονής των Καυκασίων στις παραλίες του Βατούμ, ο Κ. Κωνστανταράκης (προϊστάμενος Υπηρεσίας Περιθάλψεως) τις περιγράφει σε
έκθεση του προς το Υπουργείο Περιθάλψεως ως εξής: « έχομεν μέσον όρο θανάτων 50 άτομα ημερησίως, αν δεν ληφθώσι τα εν τω
πρακτικό υποδεικνυόμενα μέτρα, ο αριθμός των θανάτων άφευκτος θέλει διπλασιαθεί,
δεδομένου ότι ήρχισαν ήδη εν Βατούμ οι συνήθως ραγδαίες και μεγάλης διάρκειας
βροχαί, μεταβάλλουσαι τας προχείρως κατασκηνώσεις των προσφύγων εις τέλματα.
Και θα καταντήσωμεν ούτω να ίδωμεν αποθνήσκοντας εντός τριμήνου όλους σχεδόν
τους εν Βατούμ πρόσφυγας».
Την ταλαιπωρία και τις
κακουχίες της φυγής των Ελλήνων του Καυκάσου τις διαδεχόταν οι απάνθρωπες και απαράδεκτες
συνθήκες στο Βατούμ, όπως λέει και ο εκπρόσωπος της Ελληνικής Κυβέρνησης. Για
όσους κατόρθωναν να ξεπεράσουν τα προβλήματα επιβίωσης στο Βατούμ, δινόταν
σκληρός αγώνας για την εξασφάλιση μιας θέσης στο πλοίο που θα τους έφερνε στην
Ελλάδα. Οι πρόσφυγες από το Βατούμ μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα με πλοία, από το
Μάρτιο του 1921 μέχρι τον Νοέμβριο του 1922. Το ίδιο άθλιες ήταν και οι
συνθήκες διαβίωσης στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης. Η θνησιμότητα των ελλήνων του
Πόντου έφθανε σε υψηλά ποσοστά. Με βάση
τα υπάρχοντα στοιχεία από τους πρόσφυγες που ήταν στη Καλαμαριά Θεσσαλονίκης
πέθαναν περίπου 20 – 22.000.
Οι τελευταίοι πρόσφυγες που
έφθασαν στη Ελλάδα, με βάση τις προαναφερθείσες συμφωνίες, ήταν οι Έλληνες της
Ανατολικής Ρωμυλίας τα έτη 1925 και 1926, από την Στενήμαχο, την Μεσήμβρια, τον
Πύργο και τα γύρω χωριά.
Σύμφωνα με τα επίσημα
απογραφικά στοιχεία του 1928, που αφορούν τους πρόσφυγες της περιόδου 1912 –
1924, ο συνολικός αριθμός των προσφύγων ανερχόταν σε 1.221.849 άτομα. Από
αυτούς 638.253 άτομα εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία.
Την εγκατάσταση των
προσφύγων την επέβλεπε αρχικά η «Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων» (ΕΑΠ). Στην
συνέχεια οι αρμοδιότητες μεταβιβάστηκαν στη «Γενική Διεύθυνση Εποικισμού
Μακεδονίας» (ΓΔΕΜ), υπηρεσία που φρόντισε 112.111 νοικοκυριά. Από τις 112.111
οικογένειες οι 44.682 ήταν πόντιοι (9.146 από Καύκασο και 35.536 από Πόντο), οι
31.449 από Μικρά Ασία, οι 28.781 από Θράκη και οι υπόλοιπες 7.199 οικογένειες
από διάφορα άλλα μέρη.
Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν
σε 1385 χωριά της Μακεδονίας από τα οποία τα 942 ήταν αμιγώς προσφυγικά και τα
443 με μικτό πληθυσμό.
Οι πρόσφυγες κατά την
εγκατάσταση τους στην Ελλάδα θα αντιμετωπίσουν ένα εχθρικό κλίμα, ιδιαίτερα
στην ύπαιθρο από τους ντόπιους κατοίκους. Οι γηγενείς θα επιδιώξουν να τους εκδιώξουν
από τα μέρη τους, θα προσπαθήσουν να καταπατήσουν τα ανταλλάξιμα κτήματα και
πολλές φορές θα οργανώσουν επιθέσεις σε
βάρος των προσφύγων. Ενδεικτικό είναι το κλήμα που επικρατούσε στο χωριό Ροδολείβος Δράμας. Ομάδα φανατικών
ντόπιων κατοίκων απειλούσε τους πρόσφυγες ότι θα τους σφάξουν και τους προειδοποιούσαν ότι αργά ή γρήγορα θα
τους διώξουν με κάθε μέσο κ.α.. Ο ρατσισμός ενάντια στους πρόσφυγες είναι
πολλές φορές αιτία πολλών συγκρούσεων. Τέτοια προβλήματα ήταν καθημερινά για
τους πρόσφυγες. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την αντιμετώπιση των ποντίων στα
Γιαννιτσά, όπως και την δολοφονία πρόσφυγα στη Νιγρίτα Σερρών.
Με βάση την απογραφή του
1928 στην επαρχία Κιλκίς εγκαταστάθηκαν 38.605 άτομα, από αυτούς οι 15.084
προτού την Μικρασιατική καταστροφή και οι 23.521 μετά την Μικρασιατική
καταστροφή. Την εγκατάσταση σε οικισμούς η ΕΑΠ την καταγράφει όχι ανά επαρχία
αλλά ανά γραφείο εποικισμού. Τα χωριά όπου υπήρχαν και γηγενής τα χαρακτηρίζει
«μικτά», τα υπόλοιπα «προσφυγικά». Έτσι στο γραφείο εποικισμού Κιλκίς οι
πρόσφυγες μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν σε 139 χωριά. Από αυτά τα 131 τα χαρακτηρίζει
αμιγείς προσφυγικά και τα 8 μικτά. Σαν μικτά αναφέρει τους παρακάτω οικισμούς:
1.
Μουριές, 2. Ακροποταμιά, 3.
Βαφειοχώρι, 4. Καλίνδρια,
5. Ηλιόλουστο, 6. Ακακίες, 7. Δροσάτο και 8. Αμπελούδια.
Σύμφωνα με μια άλλη εργασία
μου, στο ¨Πανόραμα Νομού Κιλκίς¨, πουθενά δεν προέκυψε ότι στην περιοχή του
Γραφείου Εποικισμού του Κιλκίς την περίοδο αυτή υπήρχαν γηγενείς. Άλλωστε αυτό
ήταν και ένας επιπρόσθετος λόγος που δεν υπήρχαν ρατσιστικές συμπεριφορές σε
βάρος των προσφύγων, όπως σε άλλες περιοχές.
Υπήρχε και το γραφείο
εποικισμού Αξιούπολης όπου οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε 36 οικισμούς, από
αυτούς οι 17 ήταν αμιγείς και οι 19 μικτοί.
Είναι γνωστό πως η περιοχή του Κιλκίς υπήρξε
πεδίο σκληρών πολεμικών αντιπαραθέσεων κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο. Πολλά
χωριά καταστράφηκαν ολοσχερώς και άλλα υπέστησαν μεγάλες ή μικρές ζημιές. Με βάση
τις πληροφορίες μας εκτός από τα χωριά που
καταστράφηκαν ή έπαθαν ζημιές από τις πολεμικές συρράξεις, έπαθαν ζημιές
ή καταστράφηκαν και άλλα χωριά από τους
Βούλγαρους κατά την αποχώρηση τους από
το ελληνικό έδαφος. Συνολικά τα κατεστραμμένα χωριά ανέρχονται σε 24 και αυτά που έπαθαν σοβαρές ζημιές σε 23.
Ορισμένοι από τους
οικισμούς που καταστράφηκαν είναι:
·
Γενή κιοϊ (Ελευθεροχώρι)
·
Γκερμπασέλ (Καστανιές)
·
Κιρέτς (Χωρύγι)
·
Μιχάλοβο (Μιχαλίτσι)
·
Καζάνοβο (Κοτύλι)
·
Χαϊδαρλή (Βαπτιστής)
·
Χέρσοβο (Χέρσο)
·
Βλαδάγια (Ακρίτας)
Μερικά από τα χωριά που
έπαθαν σοβαρές ζημιές είναι:
·
Τσιγούντσα (Μεγάλη Στέρνα)
·
Γιάννες (Μεταλλικό)
·
Γκαβαλιάνοι (Βαλτούδι)
·
Καλίνοβο (Σουλτογιανναίικα)
·
Δραγομίρ (Βαφειοχώρι)
Όλα τα παραπάνω χωριά είναι
γειτονικά με την Μελάφτσα (Ηλιόλουστο), το οποίο φέρεται να μην έχει πάθει
σοβαρές ζημιές.
Πρέπει να σημειώσουμε πως οι
συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων ήταν άθλιες. Δεν υπήρχαν οι στοιχειώδης
προϋποθέσεις υποδοχής. Η ύδρευση, ο ηλεκτροφωτισμός, η αποχέτευση ήταν άπιαστο
όνειρο. Η σίτιση αποτελούσε ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα. Έλειπαν παντελώς
οι στοιχειώδης συνθήκες υγιεινής. Οι ασθένειες μεταδιδόταν εύκολα. Οι επιδημικές
ασθένειες όπως ο τύφος, η ελονοσία, η γρίπη, η φυματίωση και άλλες θέριζαν στην
κυριολεξία τους ήδη ταλαιπωρημένους και εξασθενημένους πρόσφυγες. Η μοίρα όλων
των προσφύγων ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη μεταξύ τους, ανεξάρτητα από τον τόπο
προέλευσης. Τα πρώτα χρόνια της ζωής τους στη νέα πατρίδα δεν ήταν και τα
καλύτερα. Το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης ήταν πολύ μεγάλο και η ελληνική
κυβέρνηση αδυνατούσε να το αντιμετωπίσει.
Ο Κώστας Γαβριηλίδης θα γράψει: «Γεμάτη από στερήσεις η ζωή,
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καμιά. Δουλειά δεν υπήρχε πουθενά. Ζώα και γεωργικά
εργαλεία δεν είχαμε… Περάσαμε μια ζωή δραματική. Ο κόσμος λιποθυμούσε από την
πείνα. Τα παιδιά μας είχαν μείνει πετσί και κόκαλο…»
Η ομολογία του Κ.
Γαβριηλίδη απεικονίζει την τραγική κατάσταση των προσφύγων.
ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ: «ΠΟΝΤΟΣ
– ΦΑΧΡΕΛ – ΜΕΛΑΦΤΣΑ»
Στην περιοχή της Σεβάστειας
και του Ερζινγκιάν στον Πόντο υπήρχαν ισχυρές ελληνικές κοινότητες με σχολεία
και εκκλησίες. Μετά τον ρωσοτούρκικο πόλεμο και την ήτα της Ρωσίας το 1878, οι
έλληνες φοβούμενοι αντίποινα των Τούρκων εγκαταλείπουν μαζικά τα μέρη όπου
έζησαν αιώνες οι πρόγονοι τους και αναζητούν πατρίδα ανατολικότερα στην περιοχή
Καρς - στην επαρχία Αρνταχάν, που το 1878 με την συνθήκη του Βερολίνου είχε
παραχωρηθεί προσωρινά στην Ρωσία για 40 χρόνια. Η Ρωσία επιδιώκοντας να
ενισχύσει την περιοχή με χριστιανικό πληθυσμό παραχωρεί εδάφη στους Έλληνες του
Πόντου να εγκατασταθούν. Στα τέλη του καλοκαιριού του 1878 εγκαθίστανται οι
πρώτοι μετανάστες στο Φαχρέλ, προερχόμενοι από το Τσατάχ της Αργυρούπολης. Με
βάσει τα επίσημα στοιχεία εγκαθίστανται στο Φαχρέλ 33 οικογένειες δηλαδή 361
κάτοικοι, από τους οποίους οι 143 ήταν άνδρες και οι 168 γυναίκες.
Το Φαχρέλ απέχει 4
χιλιόμετρα από το Αρνταχάν, πρωτεύουσα της περιοχής, και 84 από το Κάρς, έδρα
του κυβερνείου. Πρόκειται για ορεινό χωριό χτισμένο σε οροπέδιο με υψόμετρο
1826 μέτρα ή 5.991 πόδια. Εκεί τους
περιμένει ο βαρύς χειμώνας του Καυκάσου με πάρα πολλές δυσκολίες. Ο χειμώνας
στο Καύκασο αρχίζει νωρίς, στο τέλος του
Σεπτεμβρίου. Αρχίζει ένας σκληρός αγώνας
επιβίωσης. Σύντομα τα καταφέρνουν. Βάζουν την ζωή τους σε μια σειρά. Στήνουν το
σπιτικό τους, την εκκλησία του Αϊ Γιώργη και το σχολείο, με δάσκαλο τον Γεώργιο Γκιουμουσκίδη. Δένονται με τον
νέο τόπο κατοικίας τους, ζωντανεύουν τον πολιτισμό τους, τα ήθη και τα έθιμα,
αλλά πάντα έχουν στραμμένο το μυαλό τους στην μητροπολιτική πατρίδα τους, όπου
έζησαν αιώνες οι πρόγονοι τους.
Το Φαχρέλ κατοικείται μόνο
από Έλληνες. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία το 1907 κατοικούταν από 33
οικογένειες ή 380 κατοίκους, 185 άνδρες και 195 γυναίκες. Προτού τον
Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο είχε 470 κατοίκους. Το 1918 εκτιμάται ότι είχε 800 κατοίκους. Σύμφωνα με τον Γ. Τηλικίδη στην Ελλάδα ήρθαν 539 κάτοικοι.
Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο είχε 470 κατοίκους. Το 1918 εκτιμάται ότι είχε 800 κατοίκους. Σύμφωνα με τον Γ. Τηλικίδη στην Ελλάδα ήρθαν 539 κάτοικοι.
Μετά από σαράντα χρόνια
δημιουργίας, ανάπτυξης και προκοπής σ' αυτόν εδώ τον τόπο δεν μπορούσαν να
φαντασθούν ότι τους περιμένει μια δεύτερη εξορία. Στις 15 Δεκεμβρίου του 1917 η
Ρωσία υπογράφει ανακωχή με την Γερμανία στο Μπρεστ-Λιτόφσκ και στις 3 Μαρτίου
του 1918 υπογράφει την συνθήκη ειρήνης. Με την συνθήκη αυτή η Σοβιετική Ένωση
μεταξύ άλλων επιστρέφει τα εδάφη αυτά στην Τουρκία. Στις νέες δύσκολες συνθήκες
δεν τους απομένουν και πολλές επιλογές. Ξαναπαίρνουν τον δρόμο της εξορίας, (βλέπετε
παρακάτω το χρονικό φυγής). Αυτή την φορά ψάχνουν και βρίσκουν την έξοδο
προς την Ελλάδα. Μαζεύουν ότι μπορούν από τα υπάρχοντα τους και παίρνουν πάλι
το δρόμο της προσφυγιάς. Δεν ξεχνούν τις εικόνες και την καμπάνα από την
εκκλησία του Αϊ Γιώργη. Ένας νέος Γολγοθάς αρχίζει. Μέσα από κακουχίες,
ταλαιπωρίες και θανάτους ψάχνουν έξοδο προς την Θάλασσα. Το καράβι τους φέρνει
στην Μακεδονία. Η ιστορία 40 χρόνων στο Φαχρέλ τελείωσε τόσο άδοξα. Πρώτη στάση
στο λοιμοκαθαρτήριο της Καλαμαριάς. Οι αρρώστιες και ιδιαίτερα η
ελονοσία θερίζουν στην Καλαμαριά. Ύστερα από μία δραματική παραμονή αναχωρεί
επιτροπή, με επικεφαλής τον Κωνσταντινίδη Αναστάσιο και τον Σιδηρόπουλο Κοσμά,
για το Μακροχώρι της Ημαθίας, για να εξετάσει τις συνθήκες διαβίωσης εκεί.
Διαπιστώνουν ότι και εδώ οι συνθήκες είναι σχεδόν ίδιες με αυτές της Καλαμαριάς,
η ελονοσία θερίζει και εδώ τους ανθρώπους. Τελικά καταλήγουν το 1921 στην
Μελάφτσα ή Μαλόφτσα του Κιλκίς, που μάλιστα είχε πολλές ομοιότητες με το
Φαχρέλ. Ο κύριος όγκος των κατοίκων του Φαχρέλ εγκαταστάθηκε στην Μελάφτσα,
σήμερα Ηλιόλουστο. Οι υπόλοιποι εγκαταστάθηκαν στον Χωρήγι Κιλκίς και στο
Λευκώνα Σερρών.
Το Φαχρέλ σήμερα ονομάζεται
Καρτάλπιναρ (Kartalpinar), που σημαίνει «H Πηγή
των Αετών», και κατοικήθηκε μετά 30 περίπου χρόνια από Αζέρους.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΦΥΓΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΦΑΧΡΕΛ
Στα μέσα του Ιούνη του
1920 ο Γιάννης Καλτσίδης,
ταγματάρχης του Ρωσικού στρατού, βλέποντας ότι η κατάσταση γινόταν όλο και πιο
κρίσιμη για τους Έλληνες που είχαν απομείνει στα χωριά του Αρνταχάν, της Κιόλας
και της Όλτης έκανε μια επείγουσα επίσκεψη στην περιοχή για να διαπιστώσει τις
ανάγκες τους, να τονώσει το ηθικό τους και να τους πείσει να μην πανικοβληθούν
και να εξακολουθήσουν να παραμείνουν στον τόπο τους μέχρι να εξασφαλιστούν όλες
οι προϋποθέσεις για την ομαλή μετανάστευση τους στην Ελλάδα.
Μετά από μερικούς μήνες,
στις αρχές του Οκτώβρη, η κατάσταση είχε γίνει έκρυθμη και οι περισσότεροι είχαν
αποχωρήσει από τα χωριά τους, ενώ αναμενόταν η άφιξη του τούρκικου στρατού. Ο
ταγματάρχης Καλτσίδης ανησυχώντας τράβηξε για τα χωριά του Αρνταχάν γνωρίζοντας
το πόσο σθεναρά είχαν αντισταθεί στις επιθέσεις των τούρκων. Φοβούμενος και
αντίποινα προσπάθησε να τους πείσει ότι πρέπει να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους
και να φύγουν αμέσως για το Βατούμ, χωρίς να χάσουν χρόνο και τους επεσήμανε
τον κίνδυνο να τους προλάβουν οι Τούρκοι, οι οποίοι σύμφωνα με την συνθήκη του
Μπρεστ-Λιτόφσκ, έρχονταν να καταλάβουν νόμιμα τα εδάφη του Κάρς και του
Αρνταχάν. Οι εναπομείναντες Έλληνες της επαρχίας Αρνταχάν και της περιοχής της
Κιόλας παίρνοντας τα κειμήλια τους και ότι άλλο μπορούσαν έφυγαν την άλλη μέρα
το πρωί για το Βατούμ. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι κάτοικοι τεσσάρων χωριών του Φαχρέλ, Χανάκ, Τοροσκώφ και Πεπερέκ, οι
οποίοι δεν δέχονταν με κανένα τρόπο να εγκαταλείψουν τα χωριά τους. Ο Καλτσίδης
που παρέμεινε στην πόλη του Αρνταχάν για να επιβλέψει την αναχώρηση τους, μόλις
το έμαθε έστειλε τον συνοδό του, έναν πρώην αστυνομικό, για να τους πείσει να
βιαστούν να φύγουν.
Επιστρέφοντας ο
αστυνομικός με την συνοδεία του ενημέρωσε τον Καλτσίδη ότι οι κάτοικοι των
τεσσάρων χωριών αρνούνται να εγκαταλείψουν την περιοχή και δηλώνουν μάλιστα
πανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάθε επιθετική ενέργεια των Τούρκων.
- Μακάρι, είπε, ο Καλτσίδης. Εμείς κάναμε το χρέος μας.
- Μακάρι, είπε, ο Καλτσίδης. Εμείς κάναμε το χρέος μας.
Μετά την κατάληψη του Κάρς
από τον τούρκικο ταχτικό στρατό, ο Καλτσίδης, ενημέρωσε αμέσως το Ελληνικό
τοπικό κλιμάκιο, ότι οι κάτοικοι τεσσάρων χωριών του Αρνταχάν παραμένουν στις
εστίες τους και ότι φοβάται να μην κατασφαγούν από τα άταχτα μπουλούκια των
Τούρκων. Με την σύμφωνη γνώμη και του αρχηγού της Ελληνικής αποστολής
αναλαμβάνει ο ίδιος ο Καλτσίδης με συνοδό έναν γεωργιανό αξιωματικό να διεκπεραιώσει
την μετακίνηση των κατοίκων των τεσσάρων χωριών. Ύστερα από πολλές δυσκολίες με
καιρικές συνθήκες αντίξοες φθάνουν στο ελληνικό χωριό Χανάκ. Μαζεύει όλο τον ανδρικό πληθυσμό στο σπίτι του δασκάλου Γιώργου Αδαμίδη και μετά από πολλές
αντιρρήσεις τους πείθει τελικά να εγκαταλείψουν το χωριό και να φύγουν στην
Ελλάδα μέσω Βατούμ. Την επόμενη μέρα πήγε στο Φαχρέλ, όπου με τα ίδια επιχειρήματα τους έπεισε τελικά να φύγουν
αμέσως, ήταν τέλος Νοεμβρίου του 1920. Λέγετε ότι μετά από 5 ώρες μπήκαν οι
Τούρκοι στο χωριό και λεηλάτησαν όλα τα σπίτια.
Στο Τοροσκώφ και το Πεπερέκ δεν
έδωσαν καμία σημασία στα μηνύματα του.
Οι κάτοικοι του Χανάκ και του Φαχρέλ τον ακολούθησαν με τα κάρα
τους μέχρι το Μπορζόμ. Από εκεί, πουλώντας τα κάρα και τα ζώα τους, πήραν το
τρένο για το Βατούμ.
Μετά την έξοδο από το Φαχρέλ θα φθάσουν όπως είδαμε στην Καλαμαριά
μέσω Βατούμ, όπου χτυπημένοι από τις αρρώστιες που μαστίζουν την περιοχή
πανικοβάλλονται από τους θανάτους και την πείνα και θα αρχίσουν να ψάχνουν
άλλες περιοχές να εγκατασταθούν, όπου οι συνθήκες θα ήταν πιο ανθρώπινες. Όπως γράψαμε
και παραπάνω τελικά θα εγκατασταθούν στην Μελάφτσα, ένα χωριό του Κιλκίς που
μέχρι τους βαλκανικούς πολέμους ήταν Τούρκικο χωριό με Βούλγαρους εργάτες, το
οποίο ερημώθηκε μετά την αποχώρηση των Τούρκων και των Βουλγάρων.
Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΜΕΛΑΦΤΣΑ Ή ΜΑΛΟΦΤΣΑ
Η διαδικασία για την
εγκατάσταση των προσφύγων σε αγροτική περιοχή προβλεπόταν από νομοθετικό
διάταγμα και η επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας γινότανε σε συνεννόηση και υπό
την επίβλεψη της ΕΑΠ. Ένα από τα κριτήρια για την επιλογή της κατάλληλης
τοποθεσίας ήταν και η ειδίκευση των προσφύγων σε τι θα μπορούσαν να
καλλιεργήσουν. Ένα άλλο κριτήριο ήταν η θέληση των προσφύγων για κοινή διαβίωση
με συγχωριανούς τους και γενικότερα με ανθρώπους που προερχόταν από την ίδια
περιοχή. Τηρώντας όλα τα παραπάνω η απόλυτη πλειοψηφία των προσφύγων από το
Φαχρέλ του Καυκάσου εγκαταστάθηκε στη Μελάφτσα
στις 26 Μαΐου 1921. Οι υπόλοιποι
εγκαταστάθηκαν στο γειτονικό Κιρέτς
(Χωρύγι) και στον Λευκώνα Σερρών.
Στη Μαλόφτσα οι πρόσφυγες
με ανοιχτές ακόμα τις πληγές αρχίζουν πάλι από την αρχή. Άνθρωποι υπερήφανοι,
εργατικοί ξεχερσώνουν την γη, την καλλιεργούν και μαζεύουν την σοδειά. Γίνονται
χτίστες και μάστορες για να στεγάσουν τις οικογένειες τους. Ταυτόχρονα χτίζουν
το σχολείο και την εκκλησία του
Αϊ Γιώργη. Στον αγώνα τους αυτό αξιοποιούν και τους χωριανούς τους επιστήμονες, τεχνίτες και παπάδες. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους δασκάλους, Κωνσταντινίδη Κώστα και τους αδελφούς Τσερτανίδη (Κωνσταντινίδη) Αναστάση και Γεώργιο, τους παπάδες Παπαδόπουλο Χαράλαμπο και Μιχαήλ.
Αϊ Γιώργη. Στον αγώνα τους αυτό αξιοποιούν και τους χωριανούς τους επιστήμονες, τεχνίτες και παπάδες. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους δασκάλους, Κωνσταντινίδη Κώστα και τους αδελφούς Τσερτανίδη (Κωνσταντινίδη) Αναστάση και Γεώργιο, τους παπάδες Παπαδόπουλο Χαράλαμπο και Μιχαήλ.
Οι Φαχρελίδες ριζώνουν για
τα καλά σε τούτον τον τόπο. Δίνουν καθημερινά αγώνα για επιβίωση και βελτίωση
της ζωής τους μέσα από αντιξοότητες και δύσκολες συνθήκες. Σταδιακά με την
πάροδο του χρόνου προσαρμόζουν την παραγωγή τους και την ζωή τους γενικότερα
στις νέες τεχνολογίες. Σιγά - σιγά αλλάζουν την εικόνα της οικονομικής και
κοινωνικής ζωής του τόπου.
Ο οικισμός βρίσκεται στο
Βόρειο τμήμα του νομού και απέχει 17 χιλιόμετρα Βορειοδυτικά από την πόλη το
Κιλκίς. Είναι χτισμένο κυριολεκτικά πάνω από τον ποταμό Αγιάκ και βρίσκεται σε
υψόμετρο 80 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας.
Το χωριό είναι
περιστοιχισμένο από τσιφλίκια, όπως το Βεργκετούρ (Σωτηρούδα), οι Γκαβαλιάνοι
(Ζουταίϊκα), το Μιχάλοβο (Μιχαλίτσι), το Καλίνοβο (Σουλτογιαννέϊκα) κ.α.
Το 1927 οι κάτοικοι μετονομάζουν τον οικισμό από Μελάφτσα
σε Ηλιόλουστο, δημοσιεύθηκε στις 28/12/1927, αρ. ΦΕΚ 7/1927.
Στο Ηλιόλουστο στα μέσα
της δεκαετίας του 1930 θα εγκατασταθούν
σταδιακά μέχρι και την δεκαετία του 1960 πολλές οικογένειες Βλάχων.
Οι οικογένειες των Ποντίων που εγκαταστάθηκαν στο χωριό, με βάση
την κατάσταση διανομής κλήρων του 1932, είναι:
1.
Αγαθαγγελίδης Γεώργιος του Αγαθάγγελου
2.
Αγαθαγγελίδης Αναστάσιος του Ιωάννη
3.
Αγαθαγγελίδης Ηλίας του Ιωάννη
4.
Αγαθαγγελίδης Μιχαήλ του Γεωργίου
5.
Αγαθαγγελίδης Ανδρέας του Γεωργίου
6.
Αγαθαγγελίδης Νικόλαος του Παναγιώτη
7.
Ανδρεάδης Κυριάκος του Λάζαρου
8.
Ανδρεάδης Κων/νος του Λάζαρου
9.
Ανδρεάδης Ανδρέας του Απόστολου
10.Ανδρεάδης Φώτιος του Απόστολου
11.Βασιλειάδης Γεώργιος του Θεόδωρου
12.Βασιλειάδης Αντώνιος του Θεόδωρου
13.Βασιλειάδης Ανδρέας του Σπυρίδωνα
14.Βασιλειάδου Κυριακή του Παναγιώτη
15.Εμανουηλίδης Νικόλαος του Παύλου
16.Εμανουηλίδου Σοφία του Παύλου
17.Ηλιάδης Αναστάσιος του Στέφανου
18.Θεοδωρίδης Θεοφύλακτος του Λάζαρου
19.Θεοδωρίδης Αλέξιος του Γεωργίου
20.Ιγνατιάδης Ιωάννης του Λάζαρου
21.Ιγνατιάδης Κων/νος του Ιγνάτιου
22.Ιγνατιάδου Παρθένα του Σάββα
23.Ιγνατιάδης Λάζαρος του Ηλία
24.Ιγνατιάδης Γεώργιος του Αναστάσιου
25.Ιωαννίδης Χαρίτων του Παντελή
26.Ιωαννίδης Γρηγόριος του Παντελή
27.Ιωαννίδης Ξενοφών του Παντελή
28.Ιωαννίδης Απόστολος του Δημητρίου
29.Ιωαννίδης Δημήτριος του Γρηγορίου
30.Καραφουλίδης Χρήστος του Παναγιώτη
31.Καφανταρίδης Γεώργιος του Ιωάννη
32.Κωνσταντινίδης Αναστάσιος του Ηλία
33.Κωνσταντινίδης Γεώργιος του Ηλία
34.Κωνσταντινίδης Ιωάννης του Ηλία
35.Κωνσταντινίδης Σωκράτης του Ηλία
36 Κωνσταντινίδου Κυριακή του
Παναγιώτη
37.Κωνσταντινίδης
Νικόλαος του Φωτίου
38.Κωνσταντινίδης Μιχαήλ
του Φωτίου
39.Κωνσταντινίδης
Κων/νος του Ανδρέα
40.Κωνσταντινίδης
Χαρίτων του Ανδρέα
41.Λαζαρίδης Σπυρίδων
του Λάζαρου
42.Παναγιωτίδης Χαράλαμπος
του Λάζαρου
43.Παναγιωτίδης Γρηγόριος του Κυριάκου
44.Παναγιωτίδης Ανδρέας του Ιωάννη
45.Παναγιωτίδης Φίλιππος
του Γρηγορίου
46.Παναγιωτίδου Ζωγράφα
του Ιωάννη
47.Παπαδόπουλος Γεώργιος Ιωάννη
48.Παπαδοπούλου Μαρία του
Μιχαήλ
49.Παπαδόπουλος
Χαράλαμπος του Απόστολου
50.Πιτσαλίδης Αθανάσιος
του Γρηγορίου
51.Πιτσαλίδης Νικόλαος
του Γρηγορίου
52.Πιτσαλίδης Ηλίας του
Γρηγορίου
53.Σαββίδης Γεώργιος του
Παναγιώτη
54.Σαββίδης (Μασμανίδης)
Ισαάκ του Σάββα
55.Σαββίδης Φίλιππος του
Σάββα
56.Σαββίδης Αλέξανδρος
του Σάββα
57.Σαββίδης Δημήτριος του
Χαράλαμπου
58.Σαββίδης Λάζαρος του
Γεωργίου
59.Σαββίδης Παύλος του
Χαράλαμπου
60.Σαββίδης Ιωάννης του
Χαράλαμπου
61.Σαββίδης Γρηγόριος του
Σάββα
62.Σαραφίδης Πέτρος του
Παύλου
63.Σαραφίδης Ελευθέριος
του Κοσμά
64.Σιδηρόπουλος Ιωάννης
του Γεωργίου
65.Σιδηρόπουλος Κοσμάς
του Μουράτη
66.Σιδηρόπουλος Νικόλαος
του Ιωάννη
67.Σιδηρόπουλος Σάββας
του Αμανάτιου
68.Σιδηρόπουλος
Αναστάσιος του Κων/νου
69.Σιδηρόπουλος Ιωάννης
του Μουράτη
70.Σιδηρόπουλος Ιωάννης
του Χαράλαμπου
71.Σιδηρόπουλος
Αναστάσιος του Στέφανου
72.Σιδηροπούλου Κυριακή
του Στέφανου
73.Σιδηρόπουλος
Χαράλαμπος του Γρηγόριου
74.Σιδηρόπουλος
Παναγιώτης του Κοσμά
75.Σπυριδόπουλος
Δημήτριος του Ιωάννη
76.Σπυριδόπουλος
Χαράλαμπος του Χριστόδουλου
77.Σπυριδόπουλος Γεώργιος
του Χριστόδουλου
78.Σπυριδόπουλος Γεώργιος
του Ιωάννη
79.Σπυριδόπουλος
Εμμανουήλ του Χριστόδουλου
80.Σπυριδόπουλος Ιωάννης
του Σπυρίδων
81.Ταμπαζίδης Ιωάννης του Γεωργίου
82.Φανίδης Ιωάννης του
Παντελή
83.Φαχουρίδης Ιωάννης του
Γεωργίου
84.Φαχουρίδης Ιγνάτιος
του Γεωργίου
85.Ιγνατιάδης Γεώργιος
του Θεοφύλακτου
86.Ιγνατιάδης Ιωσήφ του
Σάββα
ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ: «ΗΠΕΙΡΟΣ
– ΗΛΙΟΛΟΥΣΤΟ»
Πρώτη οικογένεια Βλάχων
που θα φθάσει στο Ηλιόλουστο είναι η
οικογένεια του Θεόδωρου Ναούμη, η οποία έχει την καταγωγή της από την Ζίτσα της
Ηπείρου. Στο νομό Κιλκίς ήρθε το 1927 και παρέμεινε για ένα χρόνο στα
Κουτσοκωσταίικα. Το 1928 μετακόμισε στο γειτονικό κτήμα του Κολοβού (Σωτηρούδα)
και το 1934 εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στο Ηλιόλουστο. Στην συνέχεια ήρθαν και άλλες
οικογένειες και δημιούργησαν στο βορειοδυτικό τμήμα του χωριού έναν ολόκληρο συνοικισμό,
την γειτονιά των Βλάχων ή "τα βλάχικα" όπως τα λένε. Τα πρώτα χρόνια
η κύρια ασχολία τους ήτανε η κτηνοτροφία και μάλιστα η ενασχόληση με τα
πρόβατα. Αργότερα όταν τους παραχωρήθηκαν αγροτεμάχια ασχολήθηκαν με την
γεωργοκτηνοτροφία. Πολλές από τις οικογένειες που ήρθαν αργότερα κατάγονται από
το Κεφαλόβρυσο της Ηπείρου. Οι
οικογένειες των Βλάχων δεν ήρθαν απευθείας από την Ήπειρο στο Ηλιόλουστο, αλλά
προτού εγκατασταθούν στο χωριό είχαν εργασθεί σε άλλα χωριά. Η προσέλευση τους
στο Ηλιόλουστο κατά οικογένεια ή μεμονωμένα άτομα έχει ως εξής:
1. Ναούμης Θεόδωρος από
την Ζίτσα Ιωαννίνων, εγκαταστάθηκε στον οικισμό το 1934.
2. Νταούλας Δημήτριος
από την περιοχή των Ιωαννίνων, εγκαταστάθηκε στο χωριό το 1937.
3. Ρέππας Γεώργιος
από την περιοχή των Ιωαννίνων, εγκαταστάθηκε στο χωριό το 1938.
4. Αδέλφια Ρέππας
Γιάννης, Δημήτριος και Ευαγγελία, από την περιοχή των Ιωαννίνων, εγκαταστάθηκαν
στο χωριό το 1939.
5. Μεντής Σπύρος
από το Κεφαλόβρυσο των Ιωαννίνων, εγκαταστάθηκε στο χωριό το 1943.
6. Μπεράτης Γεώργιος
από το Κεφαλόβρυσο των Ιωαννίνων, εγκαταστάθηκε στο χωριό το 1943.
7. Αδέλφια Συγγέρης
Χρήστος και Σπύρος από το Κεφαλόβρυσο Ιωαννίνων, εγκαταστάθηκαν στο χωριό το
1943.
8. Αδέλφια Ντάβης
Χρήστος και Βασίλης από το Κεφαλόβρυσο Ιωαννίνων, εγκαταστάθηκαν στο χωριό το
1949.
9. Τζίμας Νικόλαος
από την περιοχή των Ιωαννίνων, εγκαταστάθηκε στο χωριό το 1951.
10. Ντεμίρης
Κωσταντινος από το Κεφαλόβρυσο Ιωαννίνων,
εγκαταστάθηκε στο χωριό το 1955.
εγκαταστάθηκε στο χωριό το 1955.
11. Μπέζας
Χριστόφορος (Χρήστος) από την Φασκομηλιά Θεσπρωτίας, εγκαταστάθηκε στο
χωριό το 1955.
Τόσο οι Βλάχοι όσο και οι
Πόντιοι διατηρούν τα ήθη και τα έθιμα τους μέχρι σήμερα. Σήμερα είναι δύσκολο
κανείς να κάνει διαχωρισμό ανάμεσα σε Βλάχους και Πόντιους.
Οι κάτοικοι του Ηλιόλουστου
Πόντιοι και Βλάχοι από κοινού χρόνο με τον χρόνο δουλεύοντας σκληρά μέσα από
αντίξοες συνθήκες βελτιώσανε την ζωή τους και ανορθώσανε το χωριό τους. Άνθρωποι
προοδευτικοί συμμετέχουν στα κοινά. Παίρνουν μέρος στους εθνικούς αγώνες.
Έρχονται πολλές φορές αντιμέτωποι με την υπάρχουσα νοοτροπία και δεν διστάζουν
να συγκρουσθούν με τα οργανωμένα συμφέροντα. Κορυφαίες στιγμές η περίοδος της
εθνικής αντίστασης 1940-1944, του εμφυλίου πολέμου 1947-1949 και την δεκαετία
του 1970 και 1980 όταν έρχονται σε σύγκρουση με τους τσιφλικάδες, αδελφούς Σουλτογιάννη, που καταπατούν χιλιάδες στρέμματα
δημόσιας έκτασης του οικισμού.
ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΙΛΚΙΣ
Από την αρχή της
εγκατάστασης τους οι αγρότες ήρθαν αντιμέτωποι με μια σειρά σοβαρά προβλήματα.
Με σοβαρότερο το πρόβλημα της επιβίωσης και της απασχόλησης, δηλαδή της
καλλιέργειας της Γής. Στην περιοχή του
νομού Κιλκίς κυριαρχούσαν τα τσιφλίκια. Μόνο τα μεγάλα τσιφλίκια ανέρχονται σε
35.
Ορισμένα από αυτά είναι:
1. Το
τσιφλίκι Μιχάλοβο (Μιχαλίτσι). Ιδιοκτήτες οι αδελφοί Σουλτογιαννη. Συνορεύει με
τα χωριά Μ. Στέρνα και Ηλιόλουστο.
2. Το
τσφλίκι Καλλίνοβο (Σουλτογιανναίικα). Ιδιοκτήτες οι οικογένειες Σουλτογιάννη
και Μπίκου. Εκτείνεται μεταξύ των οικισμών Ποντοηράκλεια,
Μεταμόρφωση και Μ. Στέρνα.
3. Το
τσιφλίκι Γκαβαλιάνοι (Βαλτούδι). Ιδιοκτήτες οι Αφοι Ζιούτα. Συνορεύει με το
Ηλιόλουστο, Χωρύγι και Βαφειοχώρι.
4. Το
τσιφλίκι Βεργκετούρ (Σωτηρούδα). Ιδιοκτήτες οι οικογένειες Κολοβού και Ρέντσου.
Συνορεύει με το Ηλιόλουστο και Καστανιές.
5. Το
τσιφλίκι Χατζηλαζάρου, στο Γιάννες. Ιδιοκτήτης η οικογένεια Χατζηλαζάρου.
Συνορεύει με τους οικισμούς Μεταλλικό, Μ. Βρύση και Σταυροχώρι.
6. Το
τσιφλίκι Καραθόδωρου. Ανήκει στον πρώην Υπουργό Βορείου Ελλάδος στην κυβέρνηση
Συναγερμού. Εκτείνεται μεταξύ Πολυκάστρου, Πευκόδασους, Πλατανιάς και
ποντοηράκλειας.
7. Το
τσιφλίκι Χρυσάφη. Βρίσκεται στην περιοχή της Δοϊράνης.
8. Το
τσιφλίκι Τσιτάνη. Βρίσκεται στην περιοχή της λίμνης Δοϊράνης, Δροσάτου και
Μουριών.
9. Το
τσιφλίκι Καζάνοβο. Ιδιοκτήτης είναι η οικογένεια Κοτίλη. Συνορεύει με το Χωρύγι
και το Βαφειοχώρι.
10.
Το τσιφλίκι Βακούφι. Ανήκει στην οικογένεια Φλώρου. Πρόκειται για παλιά μοναστηριακή ιδιοκτησία.
Βρίσκεται μεταξύ των χωριών Ν. Δήμητρα και Ανθόφυτο.
11.
Το τσιφλίκι Ξυρόλακου ή Μπελερί. Ιδιοκτησίας των Αφων Μπρόζου και
Ζιούτα. Συνορεύει με την Σιταριά. Το Π. Γυναικόκαστρο και το Χωρύγι.
12.
Το τσιφλίκι Κουκάρικα. Ανήκει στις οικογένειες Ζιούτα και Μπόσκου.
Βρίσκεται μεταξύ των χωριών Ν. Δήμητρα και Ανθόφυτο.
13.
Το τσιφλίκι Κοτσά – Ομαρλί. Ανήκει στους Αφους Καλλιμάνη. Βρίσκεται
δίπλα στα χωριά Π. Γυναικόστρο και Ν. Δήμητρα.
14.
Το τσιφλίκι Ατα – Τεπέ ή Νέο Συράκιο. Ανήκει στις οικογένειες
Γουλή και Αφοι Ψαρρή. Συνορεύει με το τσιφλίκι Κουκάρικα και είναι μεταξύ των
χωριών Ανθόφυτο και Αξιοχώρι.
15.
Το τσιφλίκι Μπάκα. Ανήκει στους Αφους Μπάκα. Βρίσκεται ανάμεσα στα
χωριά Ξυλοκερατιά και Πικρολίμνη.
16.
Το τσιφλίκι Μικρόκαμπου. Είναι ιδιοκτησία της οικογένειας Μπίκα
και συνορεύει με το Μικρόκαμπο και το Αγιονέρι.
17.
Το τσιφλίκι Καραβά. Ανήκει στους Αφους Καραβά και βρίσκεται μεταξύ
Πευκόδασους και Πλατανιάς.
Με τόσο μεγάλη έκταση
μαζεμένη σε πολύ λίγες οικογένειες και με
τους πρόσφυγες να δίνουν καθημερινά αγώνα για λίγη γη προκειμένου να
αντιμετωπίσουν την πείνα, έμπαινε
επιτακτικά το ζήτημα των απαλλοτριώσεων και αναδιανομής των τσιφλικιών. Μια
διαδικασία που είχε αναγγελθεί από τον Ε.
Βενιζέλο το 1917. Εντούτοις δεν απαλλοτριώθηκε κανένα μεγάλο τσιφλίκι.
Ο Γ. Κορδάτος γράφει: «Ο Βενιζέλος έκανε πάλι τον φιλοαγρότη, αλλά
ο φιλοαγροτισμός του ήταν στα χαρτιά.»
Επίσης η κυβέρνηση Πλαστήρα στις 15 Φεβρουαρίου
του 1923 υιοθετεί διάταγμα το οποίο μεταξύ άλλων έδινε την δυνατότητα να
αρχίσει η απαλλοτρίωση. Άλλο επίσης διάταγμα για την απαλλοτρίωση των
τσιφλικιών προωθείται το Νοέμβριο του 1925. Παρά τα διατάγματα οριστική λύση
του προβλήματος δεν δίνεται. Αυτή η κυβερνητική πολιτική θα έχει σαν αποτέλεσμα
την παραπέρα συσσώρευση και όξυνση των
προβλημάτων που θα έχει σαν συνέπεια να
ξεσπάσουν οι αγρότες και να διεκδικήσουν ένα κομμάτι γης να θρέψουν τις
οικογένειες του. Σύντομα θα έρθουν αντιμέτωποι οι χωρικοί με τα γειτονικά
τσιφλίκια, τα οποία κατά κανόνα καταπατούν δημόσιες εκτάσεις.
Είναι σκόπιμο να δώσουμε
το πολιτικό και κοινωνικό στίγμα των Καυκασίων, μια και μεγάλος αριθμός από την
περιφέρεια Καρς – Αρνταχάν εγκαταστάθηκε στα χωριά του Κιλκίς. Σημαντικός
αριθμός προσφύγων ήταν φορείς σοσιαλιστικών αντιλήψεων. Στον Καύκασο είχαν
ζήσει την ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος τον Φλεβάρη του 1917 και βίωσαν το
ξέσπασμα της Οκτωβριανής επανάστασης. Μάλιστα ορισμένοι συμμετείχαν στις
προεπαναστατικές, αλλά και στις επαναστατικές διεργασίες και σε επιτροπές στη
νότια Ρωσία. Αυτά τα κοσμοϊστορικά γεγονότα αναπόφευκτα τους επηρέασαν
πολιτικά. Αποτέλεσμα το αγροτικό
πρόγραμμα των μπολσεβίκων, ακόμα προτού την Οκτωβριανή επανάσταση, να
υπερψηφιστεί στη περιφέρεια του Καρς.
Έτσι με τον ερχομό τους στην Ελλάδα έφεραν και τις πολιτικές τους αντιλήψεις.
Ήταν φορείς σοσιαλιστικών ιδεών.
Η εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» στις 12 Μαρτίου 1931 θα γράψει:
«Εις ολόκληρων την περιφέρεια Κιλκίς και ιδίως εις τινά
παραμεθόρια χωριά κατοικούμενα υπό Καυκασίων, ο κομμουνισμός επικράτησε από
άκρον σε άκρον».
Δεν είναι τυχαίο που στο
Κιλκίς ιδιαίτερα μετά το 1926 τους καυκάσιους πολλές φορές τους ταύτιζαν με
τους κουμουνιστές. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου
Κιλκίς στις 19/3/1926 που έκανε αναφορά στους Καυκάσιους. Πράγματι σε πολλά χωριά του Κιλκίς θα
δημιουργηθούν οργανώσεις του ΚΚΕ ή ομάδες που θα πρόσκεινται φιλικά προς το
ΚΚΕ. Για παράδειγμα τέτοιες οργανώσεις θα δημιουργηθούν στο Μεταλλικό, τη
Μεταμόρφωση, τη Μεγάλη Βρύση, το Ηλιόλουστο, τη Μεγάλη Στέρνα, το Μεσιανό, το
Μαυρονέρι, την Κοκκινιά και αλλού. Ο Μάρκος
Βαφειάδης μερικά χρόνια αργότερα αναφορικά με τους Καυκάσιους από το Κιλκίς
θα πει:
«Όταν ήμουν στη φυλακή, είπε, φέρανε 70 συντρόφους από το Κιλκίς, οι
περισσότεροι ήταν καυκάσιοι.
Ήταν φυσικό επακόλουθο
όταν οι πρόσφυγες ήρθαν αντιμέτωποι με τα προβλήματα της επιβίωσης, σαν
συνειδητοποιημένοι πολίτες που ήταν, να αναζητήσουν λύσεις και να κάνουν ακόμα
και δυναμικές παρεμβάσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για τις
οικογένειες τους. Έτσι δεν θα διστάσουν να συγκρουσθούν με τους τσιφλικάδες της
περιοχής, βέβαια και με τις αστυνομικές
δυνάμεις, ακόμα και τις στρατιωτικές οι οποίες πάντοτε παίρνανε το μέρος των τσιφλικάδων. Κάτω
από αυτές τις συνθήκες το κίνημα των αγροτών άρχισε να φουντώνει.
Παρακάτω θα παρουσιάσουμε
ένα μικρό μέρος των αγόνων των αγροτών στο νομό μας, το οποίο μαρτυρεί και το
κλίμα που επικρατούσε εκείνην την εποχή.
Το 1923 οι πρόσφυγες από
το Βενζικιοϊ του Καυκάσου έρχονται αντιμέτωποι με τον τσιφλικά Χατζηλαζάρου
όταν προσπαθούν στην περιοχή του Γιάννες, του σημερινού χωριού τους, του
Μεταλλικού, να καλλιεργήσουν εγκαταλελειμμένες εκτάσεις και να στήσουν το
νοικοκυριό τους. Ο τσιφλικάς με την
βοήθεια και της αστυνομίας τους απωθεί και τους αναγκάζει να περάσουν τον βαρύ
χειμώνα σε αντίσκηνα σε γειτονική περιοχή.
Επιστρέφουν στο χωριό και ξαναέρχονται σε αντιπαράθεση με την αστυνομία
και τον τσιφλικά. Προσπαθούν να τους εμποδίσουν να χτίσουν τα σπίτια τους στο
χώρο που αυτοί έχουν επιλέξει. Ο αγώνας τους κορυφώθηκε το 1928 όταν κατέλαβαν
και καλλιέργησαν τμήμα του τσιφλικιού για λογαριασμό τους. Οι ακτήμονες του
Μεταλλικού ξεχέρσωσαν εγκαταλελειμμένες εκτάσεις και τις έσπειραν. Αυτό ήταν
αρκετό για να αντιμετωπίσουν την αστυνομική βία, τις διώξεις και τα δικαστήρια.
Το 1928 οι αγρότες της
επαρχίας Κιλκίς πραγματοποιούν συλλαλητήριο για την κατάργηση του κεφαλικού
φόρου 10%, της δεκάτης όπως την έλεγαν, που κρατούσε το κράτος από την αγροτική
παραγωγή.
Στις 20 Οκτωβρίου
1929 θα εξεγερθούν πάλι οι κάτοικοι του χωριού Γιάννες (Μεταλλικό) κατά του µεγαλοκτηνοτρόφου
Κεφάλα που καταπατούσε τις εκτάσεις τους και προκαλούσε ζημιές με τα κοπάδια
του, έχοντας την κάλυψη και της αστυνομίας. Οι κάτοικοι του Μεταλλικού, παρά τα
επανειλημμένα υπομνήματα τους προς τον Εποικισµό
και τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, που ζητούσαν την ειρηνική απομάκρυνση του
µεγαλοκτηνοτρόφου από την κοινοτική βοσκή, αναγκάσθηκαν να προβούν τελικά µόνοι
τους στην εκδίωξη των αιγοπροβάτων του μεγαλοκτηνοτρόφου.
Ο αγώνας τους
συνεχίζεται και οι πρόσφυγες βρίσκονται σε μια συνεχή αντιπαράθεση με τον
τσιφλικά και την χωροφυλακή, ο οποίος μόνιμα έχει την υποστήριξη της αστυνομίας
με αποκορύφωμα τον αγώνα τους το 1931, όταν η αστυνομία εξαπολύει κυνηγητό και
τους επιτίθεται. Οι ακτήμονες αντιστέκονται με αποτέλεσμα ο διοικητής της
αστυνομίας να δώσει εντολή στους χωροφύλακες να πυροβολούν χωρίς καμία διάκριση.
Οι Μεταλλικιώτες θρηνούν δυο νεκρούς, τον Κώστα
Σοφιανίδη και τον Αναστάσιο Χαραλαμπίδη και έχουν πολλούς τραυματίες και
μάλιστα έναν πολύ σοβαρά τραυματισμένο, τον Κωστή Τραντίδη.
Οι αγρότες του νομού
από καιρό είχαν συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να δημιουργήσουν δικές τους οργανώσεις
και να αντιμετωπίσουν οργανωμένα τα προβλήματα τους. Έτσι ιδρύουν τον «Γεωργικό Συνεταιρισμό Κιλκίς».
Την 1η ∆εκεµβρίου του 1929 θα γίνει μεγάλο
αγροτικό συλλαλητήριο στο Κιλκίς. Θα συμμετάσχουν πάνω από πενήντα γεωργικοί συνεταιρισμοί
µε όλα τα µέλη τους. Όλοι οι ομιλητές θα καταφερθούν µε δριμύτητα κατά της κυβέρνησης
του Βενιζέλου, ο οποίος, όπως είπαν τους εμπαίζει. Στο τέλος του συλλαλητηρίου
θα εγκριθεί ψήφισμα, σύμφωνα µε το οποίο, οι διαδηλώνοντες αξίωναν την ίδρυση Αυτόνομου
Καπνικού Οργανισμού, την ίδρυση καπνικών βιομηχανικών κέντρων, την επιτάχυνση
της αστικής διανομής γαιών, την άμεση απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και των μοναστηριακών
κτημάτων, την επίλυση του ζητήματος των βοσκών, την ανανέωση των δανείων, την κατάργηση
του εισαγωγικού δασμού επί των γεωργικών εργαλείων και μηχανημάτων, την εφαρμογή
φορολογίας προοδευτικής καθαρής προσόδου και τη μείωση των έμμεσων φόρων επί
των ειδών πρώτης ανάγκης.
Στις 5 Ιανουαρίου ξεσηκώνονται οι
αγρότες του Μεσσιανού ενάντια στην κυβερνητική πολιτική και δεν πληρώνουν τα
δάνεια και τους φόρους που τους επέβαλε το κράτος. Επεμβαίνει η αστυνομία και ως συνήθως συγκρούονται μαζί της.
Το 1930 ξεσηκώνονται οι αγρότες της
Μεταμόρφωσης διεκδικώντας ανθρώπινους όρους διαβίωσης, λιγότερους φόρους, και
άλλα αιτήματα της εποχής. Η χωροφυλακή επεμβαίνει να τους διαλύσει. Στη
σύγκρουση αστυνομίας και αγροτών καλείται να επέμβει και ο στρατός των
παραμεθορίων φυλακίων. Όταν ο αξιωματικός δίνει εντολή στους φαντάρους να πυροβολήσουν στο ψαχνό, οι
φαντάροι δεν υπακούουν και αγνοούν την εντολή, έτσι αποφεύγεται το μακελειό.
Στη συνέχεια οι φτωχοί αγρότες σέρνονται στα δικαστήρια, κάτι που ήταν η
προσφιλής μέθοδος των αρχών. Εντυπωσιακή ήταν η αντίδραση των κατοίκων των γύρω
χωριών. Συγκαλούν γενικές συνελεύσεις και δηλώνουν συμπαράσταση στον αγώνα των
αγροτών της Μεταμόρφωσης, που τον θεωρούν και δικό τους αγώνα και ζητούν την
κατάπαυση της τρομοκρατίας και την παραδειγματική τιμωρία των αστυνομικών και
στρατιωτικών αρχών. Οι αγρότες του Μεταλλικού, του Ηλιόλουστου, της Μεγάλης
Στέρνας κ.α. κινούνται για να τους ενισχύσουν. Τα γεγονότα είχαν τέτοια απήχηση
που και η Κλάρα Τσέτκιν, βουλευτίνα
του
Κ.Κ. Γερμανίας, έστειλε τηλεγράφημα συμπαράστασης.
Κ.Κ. Γερμανίας, έστειλε τηλεγράφημα συμπαράστασης.
Οι ακτήμονες του Κιλκίς παρά τα
κυνηγητά και τις δυσκολίες δεν το βάζουν κάτω. Συνεχίζουν τον αγώνα τους
διεκδικώντας καλύτερες μέρες. Κατά την διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά
υπάρχει κατά αρχήν μια επιφανειακή κάμψη του αγώνας τους, σύντομα όμως το
ξεπερνούν και οργανώνουν την αντίσταση τους.
Κατά την διάρκεια του Β. Παγκοσμίου
Πολέμου παίρνουν μέρος μαζικά για να υπερασπιστούν τη πατρίδα. Δίνουν πολλά
θύματα στο αγώνα. Χάνονται περιουσίες, καίγονται ολόκληρα χωριά. Ο απολογισμός
είναι οδυνηρός. Μετά το τέλος του Β. Παγκόσμιου Πολέμου ακολούθησε ο εμφύλιος αφήνοντας πίσω του
τραυματικές καταστάσεις.
Στη δεκαετία του 1950, προσπαθούν να
μαζέψουν τα συντρίμμια τους. Αγωνίζονται μέσα από τεράστιες και δυσβάστακτες
δυσκολίες να ορθοποδήσουν. Απέναντι τους έχουν μια πολιτεία που μόνο προβλήματα
τους προσθέτει. Την δεκαετία του 1960 πολλοί αναγκάζονται να μεταναστεύσουν.
Ορισμένοι αναζητούν την τύχη τους στα μεγάλα αστικά κέντρα, Θεσσαλονίκη και
Αθήνα. Η πλειοψηφία των νέων μεταναστεύει στην βόρεια Ευρώπη, κυρίως στη
Γερμανία. Για όσους μένουν στα χωριά τους
οι καταστάσεις όλο και χειροτερεύουν. Γρήγορα το αγροτικό κίνημα θα
φουντώσει. Πραγματοποιούνται πολλές διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες και αξιοποιούν
όποιο άλλο πρόσφορο μέσο τους βοηθά να δουν και αυτοί μια άσπρη μέρα.
Οι αγρότες της Ποντοηράκλειας
(Βασιλίτσας), του Μεταλλικού και του Ηλιόλουστου ξεσηκώνονται ενάντια στα
γειτονικά τους τσιφλίκια που καταπατούν δημόσιες εκτάσεις. Ο αγώνας αυτός
κορυφώνεται την δεκαετία του 1970.
Στις 30 Οκτωβρίου 1976 οι ακτήμονες
της Ποντοηράκλειας μπαίνουν στο τσιφλίκι του Σουλτογιάννη (Καλλίνοβο) με 15
τρακτέρ οργώνουν και σπέρνουν μια έκταση περίπου 1.000 στρεμμάτων. Στήνουν τα
αντίσκηνα, παραμένουν στα χωράφια και ζητούν από την πολιτεία να μοιράσει την
έκταση αυτή που ανήκει στο δημόσιο στους ακτήμονες.
Η πολιτεία αντί να ανταποκριθεί στο
δίκαιο αίτημα τους απαντά με την αποστολή ισχυρής αστυνομικής δύναμης που γύρω
στο μεσημέρι φθάνει στη τοποθεσία που είναι οι αγρότες και τους περικυκλώνει.
Την ίδια στιγμή η χωροφυλακή αποκλείει όλες τις διαβάσεις που οδηγούν στον
κάμπο για να εμποδίσει την συμπαράσταση από τα διπλανά χωριά και δίνουν εντολή
στους αγρότες να αποχωρήσουν. Οι Βασιλιτσιώτες αντιδρούν και αποδοκιμάζουν την
συμπεριφορά των αστυνομικών δυνάμεων. Οι 1500 αγρότες ξαπλώνουν μέσα στο
χωράφι. Οι ροπαλοφόροι επεμβαίνουν και χτυπούν αδιάκριτα άνδρες, γυναίκες και
παιδιά. Συλλαμβάνουν 13 αγρότες. Οι κάτοικοι του χωριού αγανακτισμένοι την άλλη
μέρα ξεκινούν πορεία προς τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα των Ευζώνων και
δηλώνουν πως θα ζητήσουν άσυλο από την Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση μιας και η
Ελληνική κυβέρνηση ενδιαφέρεται μόνο για τους τσιφλικάδες. Αστυνομικές δυνάμεις
τους εμποδίζουν και τους αναγκάζουν να επιστρέψουν στο χωριό.
Την επομένη τόσο ο Υπουργός Γεωργίας κ. Ι. Μπούτος όσο και ο
Υπουργός Βορείου Ελλάδος κ. Μάρτης παίρνουν το μέρος των τσιφλικάδων και
ζητούν από τους ακτήμονες να αποχωρήσουν αμέσως.
Ακολουθούν διώξεις, δικαστικοί αγώνες,
τρομοκρατήσεις αλλά οι αγρότες επιμένουν και δεν αποχωρούν από το χωράφι.
Πιστεύουν στο δίκιο αγώνα τους και στο τέλος βγαίνουν δικαιωμένοι.
Τον Νοέμβριο του 1976 οι κάτοικοι του
Μεταλλικού παίρνουν την σκυτάλη από τους συναδέλφους τους της Βασιλίτσας, εισβάλουν δυναμικά με τρακτέρ στο γειτονικό
τσιφλίκι, το οργώνουν και το σπέρνουν για λογαριασμό των ακτημόνων. Οι σκηνές
του παρελθόντος επαναλαμβάνονται. Διώξεις, δικαστήρια, εκβιασμοί τους αφήνουν
αδιάφορους. Δεν υποχωρούν. Το καλοκαίρι μπαίνουν στα χωράφια να τα θερίσουν.
Επεμβαίνει πάλι η αστυνομία. Επιχειρεί να κατασχέσει τις θεριζοαλωνιστικές
μηχανές αλλά οι κάτοικοι αντιστέκονται και τους εμποδίζουν. Ακολουθούν
μακροχρόνιες διώξεις σε βάρος πολλών αγροτών αλλά οι κάτοικοι δεν πτοούνται και
στο τέλος θα δικαιωθούν.
Την χρονιά αυτή σε ένα άλλο γειτονικό
χωριό, στο Ηλιόλουστο, που βρίσκεται
ανάμεσα στο Μεταλλικό και την Ποντοηράκλεια φουντώνει για τα καλά ο
αγώνας των ακτημόνων ενάντια στους τσιφλικάδες αδελφούς Σουλτογιάννη.
ΗΛΙΟΛΟΥΣΤΟ
(ΜΕΛΑΦΤΣΑ)
Ο οικισμός του Ηλιόλουστου βρίσκεται
στο Βόρειο τμήμα του νομού Κιλκίς και απέχει 17 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της
πόλης του Κιλκίς. Είναι χτισμένο αμφιθεατρικά σε χαμηλό λόφο που έχει υψόμετρο
80 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Στις παρυφές του χωριού κυλάει ο
ποταμός Αγιάκ που σχηματίζεται από τα πλεονάζοντα νερά της λίμνης Δοϊράνης. Στο
πέρασμα του δέχεται τα νερά και άλλων μικρότερων ποταμιών και ρυακιών. Ρέει
νοτιοδυτικά και χύνεται στον Αξιό ποταμό μέσω της λίμνης Αρτζάν.
Έξω από το χωριό, δίπλα από το ποτάμι
και το χωματόδρομο που οδηγεί στο Ελευθεροχώρι
και την Μεγάλη Στέρνα υπήρχε
νερόμυλος. Δούλευε με τα νερά του ποταμού, που διοχετευόταν στο νερόμυλο με
τεχνητό κανάλι που είχε κατασκευαστεί πάνω και παράλληλα από το ποτάμι. Στην
μέση της διαδρομής του ποταμιού, μεταξύ του Ελευθεροχωρίου και Ηλιόλουστου,
είχε κατασκευαστεί φράγμα από όπου διοχετεύονταν μέρος των νερών του ποταμιού
στο κανάλι. Τα νερά έπεφταν με τεχνητό τρόπο μέσα από τρεις τεράστιους σωλήνες και
από ένα ύψος 4 - 5 μέτρων, έτσι ώστε να
πέφτουν με όσο γίνεται μεγαλύτερη ορμή για να δίνουν ισχυρή κίνηση στις
μυλόπετρες. Ο μύλος έβγαζε διάφορες ποικιλίες αλεύρι, ανάλογα με την επιθυμία
του πελάτη. Κατά κανόνα το είδος του αλευριού που προτιμούσαν ήταν η φαρίνα. Μπορούσαν
ακόμα οι κτηνοτρόφοι να αλέσουν και τροφή (γιαρμά) για τα ζώα τους, για το
οποίο ως συνήθως χρησιμοποιούσαν κριθάρι ή και βρώμη. Στον έξω χώρο, στην αυλή
του μύλου υπήρχε εγκατάσταση με μία τεράστια κυλινδρική μυλόπετρα, που με τη
βοήθεια ενός αλόγου περιστρεφόταν γύρω από τη βάση του και επεξεργαζόταν το
σιτάρι, το έσπαγε ή το αποφλοίωνε. Εδώ μπορούσαν οι χωρικοί να παράγουν το
πλιγούρι, τα κορκότα ή άλλα παρεμφερή προϊόντα. Ο νερόμυλος στο ποντιακά
ονομάζετε «χαμελέτε».
Το χωριό συνορεύει Βόρεια με την
Μεγάλη Στέρνα (Τσιγούντσα), Ανατολικά με το Ελευθεροχώρι (Γενή κιοϊ), Νότια με το
τσιφλίκι Σωτηρούδα (Βεργκετούρ), Δυτικά με το τσιφλίκι Βαλτούδι (Γκαβαλιάνοι) και
Βορειοδυτικά με το τσιφλίκι Μιχαλίτσι (Μιχάλοβο).
Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους το
χωριό εγκαταλείφθηκε από τους Τούρκους και τους Βούλγαρους εργάτες γης που
ζούσαν εδώ. Η ονομασία του χωριού ήταν Μελάφτσα που σημαίνει «μικρό πρόβατο»
στα βουλγάρικα.
Είναι άξιο προσοχής ότι το χωριό ενώ
ήταν τούρκικο ή κατά άλλους τσιφλίκι τούρκου μπέη, είχε βουλγάρικο όνομα.
Από το
βουλγάρικο όνομα του μπορούμε να υποθέσουμε πως προϋπήρχε των Οθωμανών. Από
ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες υπάρχει μία εκδοχή ότι πρόκειται για αρχαίο οικισμό.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν κάποιοι από την τούμπα που υπάρχει βορειοδυτικά έξω από το χωριό, πίσω από τον
συνοικισμό των Βλάχων, το οποίο και θεωρούν ακρόπολη του χωριού.
Με βάσει τα στοιχεία του βούλγαρου Κ΄ncon στη Μαλόβτσι, όπως αποκαλεί το χωριό, το 1900
είχε 50 βούλγαρους κατοίκους.
Στην απογραφή του 1904 που έκανε η Οθωμανική
Αυτοκρατορία είχαν καταγραφεί 28 κάτοικοι.
Στην απογραφή που διενέργησε το
ελληνικό κράτος το 1913 στη Μελάφτσα δεν
υπήρχαν κάτοικοι. Αντίθετα σε όλες τις
επόμενες απογραφές το χωριό κατοικούταν. Στην απογραφή του 1920 εμφανίζεται να έχει
20 κατοίκους. Το 1928 κατοικείται από 78 οικογένειες προσφύγων και 283
κατοίκους. Στη διανομή κλήρων του 1932 καταγράφονται 79 οικογένειες με 272
κατοίκους.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των
απογραφών η εξέλιξη του πληθυσμού του χωριού έχει όπως παρακάτω:
1928:283, 1940:406, 1951: 405, 1961:
464, 1971: 391, 1981: 394, 1991: 353, 2001: 460.
Όπως προαναφέραμε στον οικισμό
εγκαταστάθηκε, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, η πλειοψηφία των προσφύγων από
το Φαχρέλ της επαρχίας Αρνταχάν του κυβερνείου του Κάρς.
Με την εγκατάσταση των προσφύγων η
Μελάφτσα διοικητικά εντάχθηκε στη κοινότητα του Αρμουτσή (Μ. Βρύση) του Ν. Θεσσαλονίκης. Το Αρμουτσή προηγούμενα
ανήκε στη κοινότητα Κιλκίς και στις 5 Μαρτίου 1919 αποσπάσθηκε από αυτήν και
συστήθηκε νέα κοινότητα με έδρα το Αρμουτσή.
Στις 30 Ιουνίου 1926 με αριθμό ΦΕΚ
217Α οι οικισμοί Ηλιόλουστο, Καστανιές, Σωτηρούδα και Σταυροχώρι αποσπάστηκαν
από την κοινότητα του Αρμουτσή και εντάχθηκαν στη νεοϊδρυθείσα κοινότητα του
Γκερμπασέλ με έδρα της κοινότητας το Γκερμπασέλ.
Στις 6 Νοεμβρίου 1926, αριθμός ΦΕΚ 396Α,
η κοινότητα μετονομάζεται σε κοινότητα Καστανιών από Γκερμπασέλ.
Στις 8 Οκτωβρίου 1934 η κοινότητα
υπάγεται στο Νομό Κιλκίς από τον Νομό Θεσσαλονίκης, αριθμός ΦΕΚ 341Α.
Στις 16 Οκτωβρίου 1940 η κοινότητα αλλάζει το όνομα από Καστανιές σε Καστανεών. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1956 ο οικισμός Σταυροχώρι αποσπάται από την κοινότητα και γίνεται αυτοτελής κοινότητα.
Στις 16 Οκτωβρίου 1940 η κοινότητα αλλάζει το όνομα από Καστανιές σε Καστανεών. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1956 ο οικισμός Σταυροχώρι αποσπάται από την κοινότητα και γίνεται αυτοτελής κοινότητα.
Στις 4 Δεκεμβρίου 1977 με το Νόμο
Καποδίστρια το Ηλιόλουστο προσαρτάται στο Δήμο Χέρσου.
Στις 7 Ιουνίου 2010, ΦΕΚ 87Α ,
με το Νόμο Καλλικράτης εντάσσεται στο Δήμο Κιλκίς.
Το χωριό, όπως προαναφέραμε, κατοικείται
από Πόντιους, που είναι και η πλειοψηφία των κατοίκων και Βλάχους. Πρώτο μέλημα των προσφύγων ήταν η
στέγαση των οικογενειών τους. Τα σπίτια που άφησαν οι Τούρκοι και οι βούλγαροι
ήταν σε άθλια κατάσταση ή ήταν σχεδόν καταστραμμένα, μη κατοικήσιμα, που δεν
επαρκούσαν έτσι και αλλιώς να τους στεγάσουν. Έτσι άρχισαν να οικοδομούν νέες
κατοικίες. Σ΄ αυτήν την προσπάθεια συμμετείχαν όλοι. Άλλωστε υπήρχαν αρκετοί
που ήξεραν την τέχνη του χτίστη. Τα οικοδομικά υλικά τα περισσότερα τα
κατασκεύαζαν οι ίδιοι ή τα έβρισκαν στην γύρω περιοχή. Για την τοιχοποιία
χρησιμοποιούσαν πέτρες που μάζευαν από τον περίγυρο του χωριού ή κατασκεύαζαν
μόνοι τους χωμάτινα πλιθιά, τα λεγόμενα «κερπίτσια»,
στις όχθες του ποταμιού. Κατά κανόνα τα σπίτια ήταν μονοκατοικίες με τρία
δωμάτια. Το Χωλ, το υπνοδωμάτιο και το σαλόνι. Η τουαλέτα χτιζόταν σε εξωτερικό
χώρο σε μια λογική απόσταση από την κατοικία. Πολλές φορές όλα τα δωμάτια μετατρεπόταν
σε υπνοδωμάτια. Τα κρεβάτια ήταν επίσης αυτοσχέδια. Καταλαβαίνει κανείς εύκολα
πόσο δύσκολα ήταν τα πρώτα χρόνια.
Για να αντιμετωπίσουν το βασικό
πρόβλημα, που ήταν η διατροφή των
οικογενειών τους, έπρεπε να φροντίσουν να τα παράγουν οι ίδιοι.
Κατά μήκος του καναλιού που πήγαινε
στο νερόμυλο ή το «χάρχ», όπως το έλεγαν οι ποντιακής καταγωγής κάτοικοι του χωριού,
δημιούργησαν λαχανόκηπους. Κάθε οικογένεια είχε μισό στρέμμα κήπο και
καλλιεργούσε τα ζαρζαβατικά για το σπίτι. Από το κανάλι είχαν την δυνατότητα να
ποτίζουν τους κήπους.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο χωριό
δεν υπήρχε ύδρευση. Οι κάτοικοι το
πόσιμο νερό το προμηθευόταν από ειδικές πηγές που υπήρχαν έξω από το χωριό,
δίπλα στο ποτάμι και για τις ανάγκες του σπιτιού κουβαλούσαν νερό από το
ποτάμι. Το χωριό δίκτυο ύδρευσης απέκτησε για πρώτη φορά στις αρχές της
δεκαετίας του 1960. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι μέχρι τότε σπάνιζαν τα
δένδρα στο χωριό.
Ακόμα φρόντισαν να έχουν από μια-δυο
αγελάδες για να έχουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα και το κρέας, κότες για τα αυγά
τους και το κρέας επίσης. Το χειμώνα τρέφανε από ένα γουρούνι, που το σφάζανε
προτού τα Χριστούγεννα για το κρέας και το λίπος. Παστώνανε το κρέας, κάνανε
παστουρμά, τσιγαρίδες και άλλα υποπροϊόντα και προπάντων παίρνανε το λίπος με
το οποίο μαγειρεύανε. Το χρησιμοποιούσαν και για κολατσιό.
Η βασική παραγωγή ήταν η
σιτοκαλλιέργεια. Παράλληλα καλλιεργούσαν καλαμπόκι, λίγα τριφύλλια και αργότερα
βαμβάκια και καλαμπόκια. Η καλλιέργεια των χωραφιών ήτανε μια δύσκολη υπόθεση.
Τα μέσα παραγωγής ήταν πρωτόγονα. Σιγά –
σιγά θα αποκτήσουν βόδια, βουβάλια, αργότερα και άλογα τα οποία θα αποτελέσουν
τα υποζύγια με τα οποία θα οργώνουν, θα σπέρνουν, θα μεταφέρουν και θα
αλωνίζουν την παραγωγή τους.
Σταδιακά, παρά την οικονομική κρίση,
την δεκάτη που τους επέβαλε το ελληνικό κράτος, την υπερχρέωση από την ΑΤΕ και
τις πολλές ελλείψεις που εξακολουθούσαν να υπάρχουν, άρχισαν να βάζουν μια τάξη
στη ζωή τους, με τις όποιες δυσκολίες. Ξαναζωντανεύουν τα ήθη και έθιμα τους,
οργανώνουν λαϊκές εκδηλώσεις, το λαϊκό θέατρο του δρόμου, τους «Μωμόγερους»,
την πρωτοχρονιά. Οργανώνουν θεατρικές παραστάσεις στο καφενείο του χωριού και
λαϊκές χοροεσπερίδες. Με άλλα λόγια προσπαθούν να δώσουν μια χαρούμενη νότα στη
ζωή τους.
Η μόρφωση ήταν κάτι που είχαν
κατακτήσει οι πρόσφυγες στο Φαχρέλ. Πολλοί ήταν οι ¨σπουδαγμένοι¨ από τη πατρίδα. Η παιδεία για τους καυκάσιους
ήταν πρώτης προτεραιότητας, παρά τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Την
δεκαετία του 1930, εποχή που άρχισαν να στέκουν στα πόδια τους, πρώτο μέλημα
είχαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Αυτό άλλωστε χαρακτήριζε σχεδόν όλα τα
χωριά των Καυκάσιων. Πολλά νέα παιδιά θα αποκτήσουν μόρφωση μέσης ή και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Οι καυκάσιοι του χωριού συμμετέχουν
και συμβάλλουν στην οργάνωση των Καυκασίων σε συλλόγους και αγωνίζονται για την
λύση των προβλημάτων τους.
Το 1923 ιδρύουν τον γεωργικό
συνεταιρισμό του χωριού (όπως γράφει στα απομνημονεύματα του ο Ξ. Ιωαννίδης).
Παίρνουν μέρος στο συνέδριο των
Καυκασίων που έγινε στις 2 - 4 Φεβρουαρίου 1928 στο Πανεργατικό Κέντρο στη
Θεσσαλονίκη. Συμμετείχαν δυο σύνεδροι από την Μελάφτσα, ο Ι. Σαββίδης και ο Γ.
Τσερτανίδης.
Επίσης συμμετέχουν στο συνέδριο της 23
- 24 Μαρτίου 1929 στη Θεσσαλονίκη με δυο
αντιπροσώπους τον Γ. Τσερτανίδη και τον Α.
Κωνσταντινίδη.
Η πολιτική και κοινωνική ζωή ακολουθεί
και αυτή τον γενικότερο ρυθμό της ζωής τους. Η μεγάλη πλειοψηφία των Καυκασίων
είχε μια πολιτική συμπάθεια στον Ελευθέριο Βενιζέλο, η οποία ήταν περισσότερο
συναισθηματική. Οι πρόσφυγες τον θεωρούσαν υποστηρικτή τους. Με τα χρόνια όμως
παρατηρώντας πως και ο Βενιζέλος δεν δίνει καμία λύση στα προβλήματα τους,
αρχίζουν να στρέφονται σε άλλες πολιτικές παρατάξεις. Προσεγγίζουν κυρίως τα αριστερά κόμματα και
μάλιστα την κουμμουνιστική αριστερά.
Άλλωστε στο χωριό υπήρχε ισχυρή και δραστήρια κουμμουνιστική ομάδα, η οποία
είχε ασπασθεί τις σοσιαλιστικές ιδέες ακόμα από το Φαχρέλ. Αυτό που επίσης τους
επηρέασε καθοριστικά ήταν η αδιαφορία της επίσημης πολιτείας, που ορισμένες
φορές η στάση της ήταν μέχρι και εχθρική.
Σύμφωνα με τον Ξ. Ιωαννίδη το 1928 ιδρύθηκε κομματική οργάνωση του ΚΚΕ στο χωριό.
Μέλη του ήταν ο ίδιος, τα αδέρφια του
Δημήτρης και Γρηγόρης, ο Ισαάκ Μασμανίδης, ο Δημήτρης Σπυριδόπουλος, ο
Απόστολος Ιωαννίδης και ο Γεώργιος Σπυριδόπουλος.
Η ομάδα των αριστερών του χωριού
συνεργάζεται και με άλλους καυκάσιους των γύρω χωριών. Παίρνουν μέρος σε όλες
τις κινητοποιήσεις των αγροτών.
Συμμετέχουν στο κίνημα ενάντια στη δικτατορία του Μεταξά. Στη κατοχή θα
πάρουν ενεργό μέρος στο αντιστασιακό κίνημα
του λαού μας, μαζί με όλο το χωριό. Η συμβολή τους στη προσχώρηση και
άλλων συγχωριανών ήταν σημαντική.
Η
εθνική αντίσταση
Στις 28 Οκτώβρη 1940 η Ελλάδα δέχθηκε
την απρόκλητη επίθεση των στρατευμάτων της φασιστικής Ιταλίας. Στη φάση αυτή, της Εθνικής Αντίστασης 1940-1941, τον
πρώτο ρόλο έπαιξαν ο λαός και οι πατριώτες αξιωματικοί. Πολέμησαν με
αυταπάρνηση στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου και απώθησαν τον Ιταλό εισβολέα. Η
δικτατορία του Μεταξά στην ουσία συμβιβάστηκε με τον κατακτητή.
Στις 6 Απριλίου 1941 εκδηλώθηκε και η
χιτλερική επιδρομή από τα βόρεια σύνορα της χώρας. Στις 9 Απριλίου 1941 η
περιοχή του Κιλκίς βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή. Λίγες μέρες αργότερα οι
στρατηγοί με επικεφαλής τον αντιστράτηγο Γ. Τσολάκογλου υπόγραψαν πρωτόκολλο συνθηκολόγησης και παράδωσαν
χωρίς όρους τον Ελληνικό Στρατό στους Γερμανούς.
Ο Ελληνικός λαός δεν αναγνώρισε ποτέ
την συνθηκολόγηση αυτή. Αντίθετα την περίοδο αυτή αντιστάθηκε και δημιούργησε την κυρίως Εθνική Αντίσταση 1941-1945. Η δημιουργία
του ΕΑΜ και ο εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος είναι μετά το αθάνατο εικοσιένα το
σημαντικότερο γεγονός της νεοελληνικής ιστορίας.
Από την έναρξη
του πολέμου μέχρι την λήξη του ο ελληνικός λαός συμμετείχε μαζικά και ενεργά
στον αγώνα ενάντια στον καταχτητή.
Αντίθετα οι
εκπρόσωποι των αστικών κομμάτων και οι πλουτοκρατία που ήταν συνδεδεμένη με το
αγγλικό κεφάλαιο έφυγε στο εξωτερικό, στη Μέση Ανατολή και υποτίθεται ότι εκεί έκαναν αντίσταση στη γερμανική κατοχή.
Στο εξωτερικό συνεργάζονταν με τους Άγγλους.
Το κομμάτι της
ελληνικής πλουτοκρατίας που ήταν συνδεδεμένο με το γερμανικό κεφάλαιο παρέμεινε
στη χώρα και προσέφερε τις υπηρεσίες της στον γερμανό καταχτητή.
Από αυτόν τον αγώνα δεν μπορούσαν να
απουσιάζουν και οι κιλκισιώτες. Οι κάτοικοι του Ηλιόλουστου ήταν από τους
πρώτους που ανταποκρίθηκαν άμεσα στο κάλεσμα για αντίσταση ενάντια στον
καταχτητή. Συμμετείχαν στη δημιουργία της αντιστασιακής οργάνωσης «Αθανάσιος Διάκος» που
δραστηριοποιήθηκε τοπικά στο νομό Κιλκίς.
Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Κωνσταντινίδη Νικόλα, πολιτικού
πρόσφυγα στην Πολωνία, όπου και πέθανε, στον Χρήστο Κωνσταντινίδη και σε μένα.
«Εμείς
οι «τσορτανάντ» (έτσι ονομαζόταν οι οικογένειες των Κωνσταντινίδη, Ανδρεάδη, Λαζαρίδη
και Φωτιάδη) ήμασταν δεξιοί. Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην πατρίδα μας
ψαχνόμασταν, γυρεύαμε τρόπους να ενταχθούμε στο αντιστασιακό κίνημα. Εντωμεταξύ
είχαν γυρίσει από το αλβανικό μέτωπο και οι συγχωριανοί μας. Στο χωριό μας υπήρχε
ισχυρή κουμμουνιστική ομάδα που από ότι μαθαίναμε ήταν σε επαφή και με άλλους
πατριώτες της περιοχής. Προσπαθήσαμε να έρθουμε σε επαφή μαζί τους αλλά δεν
ήταν εύκολο στο στάδιο αυτό, λόγω της πολιτικής μας καταγωγής. Κάπου στα μέσα
του Ιούνη, αν θυμάμαι καλά, έμαθα ότι στο χωριό βρισκότανε στέλεχος του ΚΚΕ και
συνεδριάζανε στο σπίτι του Σαββίδη Φίλιππα.
Μαζί με τον αδερφό μου τον Μιχάλη και τα ξαδέρφια μου Ανάσταση, Γιώργο
και Γιάννη πήγαμε απρόσκλητη και τους βρήκαμε. Ξαφνιάστηκαν μόλις μας είδαν.
Μάλιστα ο Ξενοφών Ιωαννίδης, πολιτικός πρόσφυγας και αυτός στην Πολωνία,
αντέδρασε και ζήτησε να αποχωρήσουμε αμέσως. Τότε πείρα τον λόγο και εξήγησα
πως πρόκειται για την πατρίδα μας και για κοινό εχθρό που πρέπει να τον
αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί. Στο σημείο αυτό παρενέβη ο υπεύθυνος, που ήταν ο
Χρήστος Μόσχος, δάσκαλος στο επάγγελμα και υπεύθυνος για την οργάνωση του
αντιστασιακού κινήματος στην περιοχή
μας. Ζήτησε να μείνουμε και να πάρουμε
μέρος στη συζήτηση. Στη συνεδρίαση αυτή συμφωνήθηκε η ίδρυση της αντιστασιακής οργάνωσης «Αθανάσιος Διάκος»
και αποφασίσθηκε να συμμετέχουν και οι χωριανοί μας, ανεξάρτητα κομματικής
προέλευσης. Ο Χρ. Μόσχος έγινε γνωστός και σαν καπετάν Πέτρος.
Στέλεχος
του ΚΚΕ και του αντιστασιακού κινήματος ήταν και ο ανεψιός μας ο Αλέξης Ανδρεάδης. Έτσι ενταχθήκαμε στην
αντίσταση και στην συνέχεια στο κουμουνιστικό κόμμα.»
Με τα λεγόμενα του Ν. Κωνσταντινίδη συμφώνησε
και ο
Ξενοφών Ιωαννίδης.
Ξενοφών Ιωαννίδης.
Χρόνια αργότερα είχα την ευκαιρία να
το συζητήσω με την Σαββίδου Μαρία,
σύζυγο του Φίλλιπα Σαββίδη. Η κυρά Μαρία, γνωστή αγωνίστρια της αντίστασης που
είχε επαναπατριστεί από την Τσεχοσλοβακία, μου επιβεβαίωσε το περιστατικό που
έγινε στο σπίτι της και με πολύ περηφάνια μίλησε για την ίδρυση της
αντιστασιακής οργάνωσης «Αθανάσιος Διάκος.»
Στους παρακάτω πίνακες καταγράφουμε
τους κατοίκους του Ηλιόλουστου που πήραν μέρος στον αγώνα ενάντια στον
κατακτητή. (Η καταγραφή των ονομάτων
έγινε με την βοήθεια του Πλάτωνα
Ανδρεάδη).
Μαχητές
του Αλβανικού Μετώπου
Αγαθαγγελίδης Αναστάσιος
Ανδρεάδης Αλέξης
Εμανουηλίδης Νικόλαος
Ιγνατιάδης Γρηγόρης
Κωνσταντινίδης Ιερεμίας
Κωνσταντινίδης Μιχαήλ
Κωνσταντινίδης Σωκράτης
Κωνσταντινίδης Χαρίτων
Λαζαρίδης Ξενοφών
Σαββίδης Θεόδωρος
Σαββίδης Θεόφιλος
Σαββίδης Λάζαρος
Σιδηρόπουλος Αλέξης
Σιδηρόπουλος Νικόλαος
Σιδηρόπουλος Λάζαρος
Σιδηρόπουλος Σπυρίδων
Σιδηρόπουλος Φίλικας
Σπυριδόπουλος Γεώργιος
Σπυριδόπουλος Δημήτριος
Σπυριδόπουλος Θεόφιλος
Παναγιωτίδης Λάζαρος
Παπαδόπουλος Γεώργιος
Φαχουρίδης Αναστάσιος
Φαχουρίδης Γεώργιος
Νεκροί
του Αλβανικού Μετώπου
Σαββίδης Θεόδωρος (Λοχίας)
Τραυματίες
του Αλβανικού Μετώπου
Κωνσταντινίδης Μιχαήλ
Μαχητές
της Εθνικής Αντίστασης (ΕΑΜ – ΕΛΑΣ)
Αγαθαγγελίδης Αναστάσιος
Αγαθαγγελίδης Φώτης
Ανδρεάδης Αλέξης
Ανδρεάδης Ιωάννης
Ανδρεάδης Πλάτων
Βασιλειάδης Ιωακείμ
Εμανουηλίδης Νικόλαος
Ηλιάδης Ηρακλής
Ιγνατιάδης Γεώργιος (της Λεγώνης)
Ιγνατιάδης Γρηγόρης
Ιγνατιάδης Φιλώτας
Ιωαννίδης Δημήτριος
Ιωαννίδης Γρηγόριος
Ιωαννίδης Ξενοφών
Κωνσταντινίδης Γεώργιος
Κωνσταντινίδης Ιερεμίας
Κωνσταντινίδης Μιχαήλ
Κωνσταντινίδης Νικόλαος
Κωνσταντινίδης Φιλώτας
Παναγιωτίδης Λάζαρος
Παναγιωτίδης Δημήτρης
Παπαδόπουλος Γεώργιος
Σαββίδης Θεόφιλος
Σαββίδης Λάζαρος
Σιδηρόπουλος Αλέξης
Σιδηρόπουλος Νικόλαος
Σιδηρόπουλος Λάζαρος
Σιδηρόπουλος Φίλικας
Σπυριδόπουλος Γεώργιος του Ιωάννη
Σπυριδόπουλος Γεώργιος του
Χριστόδουλου
Σπυριδόπουλος Δημήτριος
Σπυριδόπουλος Θεόφιλος
Σπυριδόπουλος Κλείτος
Σπυριδόπουλος Νίκος
Σπυριδόπουλος Σπυρίδων
Σπυριδοπούλου Λίζα
Φαχουρίδης Αναστάσιος
Φαχουρίδης Γεώργιος
Φαχουρίδης Δημήτριος
Νεκροί
της Εθνικής Αντίστασης
Ανδρεάδης Αλέξης
Βασιλειάδης Ιωακείμ
Ιγνατιάδης Γεώργιος
Σπυριδόπουλος Γεώργιος του
Χριστόδουλου
Μπούλκες
Μετά την συμφωνία της Βάρκιζας μερικές
χιλιάδες ελασιτών και φίλων του ΕΛΑΣ ήταν αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν την
χώρα μας λόγω της ασκούμενης τρομοκρατίας σε βάρος τους από τις κυβερνητικές
δυνάμεις. Χώρες προορισμού ήταν η Αλβανία, η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία. Οι
περισσότεροι αγωνιστές επέλεξαν σαν χώρα προορισμού την Γιουγκοσλαβία. Για τον
σκοπό αυτό ιδρύθηκαν από την γιουγκοσλαβική κυβέρνηση χώροι φιλοξενίας στο
Κουμάνοβο, το Τέτοβο, Μπίτολα και αλλού.
Αργότερα αξιοποιήθηκε το παλιό
γερμανικό χωριό, Μπούλκες, στην περιοχή της Βοϊβοντίνας. Τον Ιούλιο του 1945
μετεγκαταστάθηκαν στον οικισμό περίπου 3.500 Έλληνες.
Από το Ηλιόλουστο βρέθηκαν στο
Μπούλκες οι:
Ανδρεάδης Πλάτων
Κωνσταντινίδης Ηρακλής
Μπίνας Ευάγγελος
Παπαδόποπυλος Απόστολος
Σαββίδης Λάζαρος
Σιδηρόπουλος Σάββας
Ο
εμφύλιος
Μετά
την εισβολή των Γερμανών το τμήμα της αστικής τάξης που είχε
οικονομικοπολιτικές σχέσεις με τους Άγγλους έφυγε από την Ελλάδα για τη Μέση
Ανατολή, το δε τμήμα της που είχε ανάλογες σχέσεις με τους Γερμανούς έμεινε
στην Ελλάδα και συγκρότησε το κατοχικό καθεστώς με διάφορα πολιτικά σχήματα και
πρόσωπα και έναν κρατικό μηχανισμό και έναν «παρακρατικό», που θα αποτελέσουν,
μετά την απελευθέρωση, έναν από τους πιο καλούς μηχανισμούς εξασφάλισης της
εξουσίας της πλουτοκρατίας στο σύνολο
του. Σ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, αυτό που απασχολούσε την άρχουσα τάξη της
Ελλάδας ήταν το μεταπελευθερωτικό καθεστώς. Την απασχολούσε γιατί στην Ελλάδα
άρχισε να οργανώνεται μια νέα κατάσταση, όπου ο λαός δημιουργούσε τα φύτρα της
λαϊκής εξουσίας. Με τα όργανα της λαϊκής αυτοδιοίκησης, τα λαϊκά δικαστήρια,
αλλά και την Κυβέρνηση του Βουνού, την ΠΕΕΑ. Είχε ακόμη το δικό του λαϊκό
στρατό, τον ΕΛΑΣ, και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού συσπειρωμένη στο ΕΑΜ,
την οποία ο λαός μας δεν πρόλαβε να χαρεί και να τη διατηρήσει για πολύ. Οι
Άγγλοι ιμπεριαλιστές επεμβαίνουν στην Ελλάδα ως κατακτητές με το στρατό τους
και με σκοπό το τσάκισμα του λαϊκού κινήματος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ και τη
συγκρότηση εξουσίας του κεφαλαίου, επιβάλλοντας ουσιαστικά μια δεύτερη κατοχή.
Αυτό αποτυπώνεται
με την ένοπλη επέμβαση των Άγγλων και των ντόπιων μηχανισμών που στήριζαν έως
τότε το κατοχικό καθεστώς, το Δεκέμβρη του 1944. Επέμβαση που κατέληξε στη
Συμφωνία της Βάρκιζας. Ήταν η αρχή της νέας ένοπλης αντιπαράθεσης που πήρε το
1946 τη μορφή του εμφυλίου.
Ο συμβιβασμός από το
ΕΑΜ και το ΚΚΕ στη Βάρκιζα (Φλεβάρης 1945), με βάση τον οποίο παραδόθηκαν τα
όπλα του ΕΛΑΣ, σήμανε ταυτόχρονα την έναρξη ενός ανελέητου διωγμού κατά των
εκατοντάδων χιλιάδων αγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης.
Ο αντίπαλος έκανε
ολομέτωπη επίθεση για τον αφανισμό, αν ήταν δυνατό, του λαϊκού κινήματος, με
τακτική και μεθόδευση, δημιουργώντας πρωτοφανείς συνθήκες δολοφονικού οργίου
και ωμής βίας σε βάρος των ΕΑΜιτών. Έτσι, 15 μήνες από την υπογραφή της
Συμφωνίας της Βάρκιζας, ο αιματηρός απολογισμός ήταν: «Φόνοι: 1.289.
Τραυματίες: 667. Βασανισμοί: 31.632. Φυλακισμένοι: 8.624, ενώ καθ' όλον το έτος
ξεπερνούσαν τις 30.000. Απόπειρες φόνων: 509. Συλληφθέντες: 84.931. Βιασμένες
γυναίκες: 165. Λεηλασίες-καταστροφές: 18.767. Καταστροφές γραφείων: 667» («Στη
δίνη του Εμφυλίου», σελ. 440, εκδόσεις «Προσκήνιο»).
Ενώ ο Β.
Μπαρτζιώτας προσθέτει στα παραπάνω: «Καταδιωκόμενοι: 100.000. Στη χώρα δρούσαν
συμμορίες: 166. Παράνομα οπλοφορούντες συμμορίτες: 20.000» (Β. Μπαρτζιώτα: «Ο
αγώνας του ΔΣΕ», σελ. 20).
Ο μονόπλευρος εμφύλιος
είχε, λοιπόν, αρχίσει. Οι ένοπλες συμμορίες των Σούρλα, Μαγγανά, Τσαντούλα,
Βουρλάκη, Κατσαρέα, Καμαρινέα κ.ά., σε συνεργασία με τη Χωροφυλακή και το
Στρατό, οργίαζαν στην ύπαιθρο, ενώ οι περιβόητες «επιτροπές ασφαλείας» έστελναν
κατά χιλιάδες κομμουνιστές και άλλους ΕΑΜίτες στους τόπους εξορίας. Χιλιάδες
καταδιωκόμενοι υποχρεώθηκαν να πάρουν τα βουνά και να υπερασπιστούν τη ζωή τους
με το όπλο στο χέρι.
Στα 1947, ο
Εμφύλιος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και διαρκεί έως τον Αύγουστο του 1949, που
κατέληξε σε ήττα του κινήματος.
Μαχητές
του Δημοκρατικού Στρατού
Αγαθαγγελίδης Αναστάσιος
Αγαθαγγελίδου Αριστούλα
Αγαθαγγελίδης Κωνσταντίνος
Αγαθαγγελίδης Νικόλαος
Αγαθαγγελίδης Φιλώτας
Αγαθαγγελίδης Φώτιος
Ανδρεάδης Πλάτων
Ανδρεάδης Θεοχάρης
Βασιλειάδης Γεώργιος
Γιαννουλίδης Ιωάννης
Εμανουηλίδης Νικόλαος
Ιγνατιάδης Γρηγόριος
Ιγνατιάδης Ξενοφών
Ιγνατιάδου Βάση
Ιωαννίδης Δημήτριος
Ιωαννίδης Γρηγόριος
Ιωαννίδης Ξενοφών
Ιωαννίδης Οδυσσέας
Ιωαννίδης Παρασκευάς
Καρυπίδης Νικόλαος
Καραφουλίδης Χρήστος
Κωνσταντινίδης Ηρακλής
Κωνσταντινίδης Ιερεμίας
Κωνσταντινίδης Λεωνίδας
Κωνσταντινίδης Μιχαήλ
Κωνσταντινίδης Νικόλαος
Κωνσταντινίδης Παύλος
Κωνσταντινίδου Αθηνά
Μασμανίδης Ισαάκ
Μασμανίδου Φωτεινή
Μπίνας Ευάγγελος
Νικολαϊδης Ιγνάτιος
Παπαδόπουλος Απόστολος
Παπαδόπουλος Θεόδουλος
Πιτσαλίδης Αθανάσιος
Πιτσαλίδου Σοφία
Πιτσαλίδου Βάσω
Σαββίδης Ανέστης
Σαββίδης Γρηγόριος
Σαββίδης Κωνσταντίνος
Σαββίδης Θεόφιλος
Σαββίδης Φίλιππας
Σαββίδου Μαρία
Σαραφίδης Ελευθέριος
Σιδηρόπουλος Ηλίας
Σιδηρόπουλος Θεοχάρης
Σιδηρόπουλος Κλήμης
Σιδηρόπουλος Κοσμάς
Σιδηρόπουλος Λάζαρος
Σιδηροπούλου Μαργαρίτα
Σιδηροπούλου Μορφούλη
Σιδηρόπουλος Νικόλαος
Σιδηρόπουλος Σάββας
Σιδηρόπουλος Φίλικας
Σπυριδόπουλος Απόστολος (Χόστολος)
Σπυριδόπουλος Γεώργιος
Σπυριδόπουλος Δημήτριος
Σπυριδόπυλος Εμανουήλ
Σπυριδόπουλος Θεόφιλος
Σπυριδόπουλος Νικόλαος
Σπυριδόπουλος Σπυρίδων
Σπυριδοπούλου Αγγέλη
Σπυριδοπούλου Καλιόπη
Σπυριδοπούλου Λίζα
Σπυριδοπούλου Σούλα
Συγγούρογλου Γεώργιος
Φαχουρίδης Δημήτριος
Νεκροί
μαχητές του εμφύλιου
Αγαθαγγελίδου Αριστούλα
Αγαθαγγελίδης Νικόλαος
Αγαθαγγελίδης Φιλώτας
Αγαθαγγελίδης Φώτης
Ανδρεάδης Θεοχάρης
Γιαννουλίδης Ιωάννης
Ιωαννίδης Οδυσσέας
Ιωαννίδης Παρασκευάς
Ιγνατιάδης Ξενοφών
Καρυπίδης Νικόλαος
Κωνσταντινίδης Παύλος
Κωνσταντινίδου Αθηνά
Κωνσταντινίδης Γεώργιος
Μπίνας Ευάγγελος
Πιτσαλίδου Βάσω
Σαββίδης Ανέστης
Σιδηρόπουλος Θεοχάρης
Σιδηρόπουλος Κοσμάς
Σιδηρόπουλος Λάζαρος
Σιδηρόπουλος Νικόλαος
Σιδηρόπουλος Φίλικας
Σπυριδόπουλος Απόστολος (Χόστολος)
Σπυριδόπουλος Γεώργιος
Σπυριδόπουλος Δημήτριος
Σπυριδόπουλος Θεόφιλος
Σπυριδόπουλος Σπυρίδων
Σπυριδόπουλου Αγγέλη
Σπυριδόπουλου Σούλα
Φαχουρίδης Δημήτριος
Τραυματίες
εμφυλίου
Μασμανίδης Ισαάκ
Κωνσταντινίδης Μιχαήλ
Κωνσταντινίδης Λεωνίδας
Σιδηροπούλου Μαργαρίτα
Πολιτικοί
Πρόσφυγες
Αγαθαγγελίδης Κωνσταντίνος, Τσεχοσλοβακία
Αγαθαγγελίδου Ρεβέκκα (Σούλα), Λ. Δ.
Γερμανίας
Βασιλειάδης Γεώργιος, Τσεχοσλοβακία
Ιγνατιάδης Γρηγόριος, Τασκένδη
Ιωαννίδης Δημήτριος, Τσεχοσλοβακία
Ιωαννίδης Γρηγόριος, Τσεχοσλοβακία
Ιωαννίδης Ξενοφών, Πολωνία
Καραφουλίδης Χρήστος, Τσεχοσλοβακία
Κωνσταντινίδης Λεωνίδας, Τσεχοσλοβακία
Κωνσταντινίδης Νικόλαος, Πολωνία
Μασμανίδης Ισαάκ, Τσεχοσλοβακία
Μασμανίδου Φωτεινή, Τσεχοσλοβακία
Πιτσαλίδης Αθανάσιος, Τσεχοσλοβακία
Πιτσαλίδου Σοφία, Τσεχοσλοβακία
Πιτσαλίδου Μαρία, Τσεχοσλοβακία
Σαββίδης Φίλιππας, Τσεχοσλοβακία
Σαββίδου Μαρία, Τσεχοσλοβακία
Σαραφίδης Ελευθέριος, Τασκένδη
Σιδηρόπουλος Σάββας, Τσεχοσλοβακία
Σπυριδόπουλος Δημήτριος, Τσεχοσλοβακία
Σπυριδοπούλου Λίζα, Τσεχοσλοβακία
Σπυριδόπουλος Εμμανουήλ, Τσεχοσλοβακία
Σπυριδοπούλου Ευτυχία (Σίτσα),
Τσεχοσλαβακία
Η γερμανική κατοχή και ιδιαίτερα ο
εμφύλιος πόλεμος είχαν σαν αποτέλεσμα να χαθούν πολλοί κάτοικοι και κυρίως νέοι
άνθρωποι. Τα ηρωικά παλληκάρια του μικρού αυτού χωριού αψήφησαν τους κινδύνους
και έδωσαν το αίμα τους για την λευτεριά και την δημοκρατία.
Βαρύ το τίμημα που πλήρωσαν οι κάτοικοι
του χωριού για την πατρίδα, για την υπεράσπιση της, για την ελευθερία και
δημοκρατία. Το χωριό αποδεκατίστηκε.
Πολλοί οι νεκροί που έπεσαν υπερασπιζόμενοι τα πάτρια εδάφη. Πολλοί οι κάτοικοι
που αναγκάστηκαν, μετά τον εμφύλιο, να εγκαταλείψουν την πατρίδα και να
φιλοξενηθούν στις τότε σοσιαλιστικές χώρες, σαν πολιτικοί πρόσφυγες. Μια
πατρίδα για την οποία αγωνίσθηκαν και έδωσαν και την ζωή τους, τους τιμωρούσε,
απαγορεύοντας τους να ζήσουν στα χώματα που αυτοί ελευθέρωσαν, στέλνοντας τους σε αναγκαστική προσφυγιά. Και
να αναλογισθεί κανείς πως οι τιμωροί τους ήταν αυτοί που είτε ήταν απόντες από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα,
είτε όλο το διάστημα του αγώνα είχαν διαφύγει στο εξωτερικό και το χειρότερο
ορισμένοι ήταν και συνεργάτες των
καταχτητών.
Ατέλειωτα τα κυνηγητά, οι διώξεις και
η τρομοκρατία των δημοκρατικών πολιτών. Το μετεμφυλιακό καθεστώς έμελε να τους
προσθέσει πολλά προβλήματα, στα τόσα πολλά που είχαν έτσι και αλλιώς. Πολλές οι
πληγές των εναπομεινάντων κατοίκων του χωριού. Δεν ξέρανε από πού να αρχίσουν.
Να κλάψουν και να μοιρολογήσουν τους
νεκρούς τους, να αναζητήσουν τους αγνοούμενους, να ανακαλύψουν που βρίσκονται
οι ζωντανοί που δεν επέστρεψαν. Δεν μπορούσαν να φαντασθούν πως το τίμημα της
πατριωτικής τους στάσης θα ήταν τα κυνηγητά και ο θρήνος.
Ωστόσο βρίσκουν το κουράγιο και την
δύναμη να θρηνήσουν τους νεκρούς τους, να συλλέξουν πληροφορίες για τους δικούς
τους που δεν γύρισαν στο χωριό. Να
μάθουν αν έχουν εγκατασταθεί στις σοσιαλιστικές χώρες και σε ποια, ποιοι δεν
είναι στη ζωή και ποιοι είναι ακόμα αγνοούμενοι. Για τους τελευταίους έχουν
πάντα μια κρυφή ελπίδα ότι θα βρίσκονται στη ζωή.
Τα μετεμφυλιακά χρόνια είναι πολύ
δύσκολα για αυτούς. Προσπαθούν να μαζέψουν τα συντρίμμια τους, στο βαθμό των
δυνατοτήτων τους. Η οικονομική τους κατάσταση είναι άθλια. Η φτώχεια είναι το κύριο χαρακτηριστικό της
ζωής τους. Θα δώσουν σκληρό αγώνα με τον χρόνο για να βάλουν σε μια σειρά τη
ζωή τους. Προσπαθούν να κλείσουν τις πληγές τους όσο γίνεται πιο ανώδυνα και
γρήγορα. Δίνουν έναν καθημερινό και συνεχή αγώνα για επιβίωση και βελτίωση της
κατάστασης τους, μέσα από πολύ δύσκολες συνθήκες και αντιξοότητες. Σιγά σιγά με
το πέρασμα του χρόνου αλλάζουν την οικονομική τους κατάσταση, χωρίς αυτό βέβαια
να σημαίνει πως ξέφυγαν από την φτώχεια και την ανεργία. Η δεκαετία του 1950
ήταν από τις πιο δύσκολες της ζωής τους. Δεν αργεί η στιγμή που οι πρόσφυγες
της πρώτης γενιάς να δουν τα παιδιά τους να παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς.
Δεν μπορούσαν ποτέ να φαντασθούν ότι μετά από 40 χρόνια παραμονής στην Ελλάδα
τα παιδιά τους θα ήταν αναγκασμένα να ξενιτευτούν για να εξασφαλίσουν τα
απαραίτητα για την διαβίωση τους. Την δεκαετία του 1960 η πλειοψηφία των νέων
του χωριού προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την διαβίωση των οικογενειών
τους αναζητεί εργασία στις μεγάλες πόλεις της Πατρίδας μας και στην Βόρεια
Ευρώπη. Έτσι λοιπόν τα νιάτα του χωριού παίρνουν τον δρόμο της ξενιτειάς. Μεταναστεύουν στην απόλυτη πλειοψηφία τους στην
Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Μεγάλο το παράπονο των προσφύγων
γονιών. Λένε με πικρία. Αναγκαστικά πρόσφυγες οι πατεράδες μας στον Καύκασο, αναγκαστικά πρόσφυγες και εμείς
στην πατρίδα, δυστυχώς με την συνδρομή και παρότρυνση της Ελληνικής πολιτείας
μετανάστες και τα παιδιά μας στη Γερμανία.
Αν η πολιτεία είχε πραγματοποιήσει την υπόσχεση της, την πολυθρύλητη
αποκατάσταση των προσφύγων, τα παιδιά μας δεν θα ήταν υποχρεωμένα να ζητήσουν
εργασία στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Γύρω από το χωριό μας είναι διάσπαρτα
πολλά τσιφλίκια, τα οποία κατέχουν παράνομα εκτάσεις του δημοσίου, αυτά να μας
μοίραζαν τα παιδιά μας θα ήταν μαζί μας. Οι Σουλτογιανναίοι από το διπλανό
Μιχαλίτσι μας άρπαξαν 1500 στρέμματα την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, ας
φροντίσει το κράτος, ως οφείλει, να μας επιστραφούν.
ΜΙΧΑΛΙΤΣΙ
(ΜΙΧΑΛΟΒΟ)
Οικισμός βρίσκεται στο μέσο του νομού έχει υψόμετρο 32
μ. και απέχει 25 χλμ. ΒΔ της πόλης του Κιλκίς. Η παλαιά του ονομασία
ήταν Μιχάλοβο και πρόκειται για βουλγάρικο οικισμό.
Ο
οικισμός Μιχάλοβο το 1919 προσαρτάται στην κοινότητα Κιλινδίρ του νομού
Θεσσαλονίκης, ΦΕΚ 48Α στις 5/3/1919. Το 1926 μεταφέρεται η έδρα της κοινότητας
στο Χέρσοβο και η κοινότητα μετονομάζεται σε κοινότητα Χέρσοβου, ΦΕΚ 356Α
στις 9/10/1926.
Στις
30 Αυγούστου 1927 με αριθμό ΦΕΚ 179Α/1927 ο οικισμός Μιχάλοβο μετονομάζεται σε
Μιχαλίτσι.
Το
1931 ο οικισμός Μιχαλίτσι αποσπάται από την κοινότητα Χέρσου και προσαρτάται
στην κοινότητα Βαφιεοχωρίου, ΦΕΚ59Α στις 13/3/1931.
Το
1951 ο οικισμός καταργείται, ΦΕΚ244Α στις 4/12/1951.
Το
1955 γίνεται επανασύσταση του οικισμού και εντάσσεται στην κοινότητα Μεγάλης
Στέρνας.
Στις
4/12/1977 με τον νόμο Καποδίστριας προσαρτάται στο Δήμο Χέρσου.
Στις
7/5/2010 με τον νόμο Καλλικράτης εντάσσεται στο δήμο Κιλκίς.
Με
βάση τα στοιχεία του βούλγαρου K’ncon στο Μιχάλοβο το 1900 κατοικούσαν 150 χριστιανοί
βούλγαροι. Στην απογραφή που έκανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1904 απογράφησαν
98 κάτοικοι.
Στην
απογραφή του Ελληνικού κράτους το 1913 και το 1920 ο οικισμός δεν κατοικούταν.
Πρώτη φορά μετά τους βαλκανικούς πολέμους, το 1928 απογράφονται 53 κάτοικοι.
Οι
κάτοικοι του είναι Σαρακατσάνοι. Κατά την διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
κινούταν σε όλη την επικράτεια των Βαλκανίων με τα πρόβατα τους. Οι
Σαρακατσάνοι σαν νομαδικός λαός που ήταν εξασκούσαν μετακινούμενη κτηνοτροφία,
ανάλογα με την χρονική περίοδο. Δηλαδή
το φθινόπωρο εγκατέλειπαν τα βουνά και κατέβαιναν στα πεδινά και την Άνοιξη
ανέβαιναν στα ορεινά. Με την χάραξη των συνόρων το 1912-1913 κάποιοι βρέθηκαν
στην Σερβία, σήμερα ΠΓΔΜ ή την Βουλγαρία και κάποιοι στην Ελλάδα. Οι
Σουλτογιανναίοι βρέθηκαν στον κάμπο του Κιλκίς, όπου και ζουν μέχρι σήμερα.
Το
κτήμα Μιχαλίτσι έγινε ιδιοκτησία των αδελφών Σουλτογιάννοι, όπως λένε οι ίδιοι,
τον Απρίλη του 1920 και τον Φεβρουάριο του 1921 με αγορά από την Φαϊκά Χανούμ
θυγατέρα του Χατζή Αλή Βέη και χήρα του Αβδούλ Καρίμ Βέη.
Η
έκταση του κτήματος ανέρχεται σε 5.113,5 παλαιά Οθωμανικά στρέμματα που
αντιστοιχούν σε 8.181,6 σημερινά στρέμματα. Η σημερινή έκταση του κτήματος
υπολογίζεται σε περισσότερα στρέμματα.
Οι κάτοικοι των γειτονικών οικισμών δηλώνουν πως αυτό έγινε με παράνομη
κατάληψη δημόσιων εκτάσεων, όπως τα 1.500
στρέμματα του αγροκτήματος Ηλιολούστου και η ιδιοποίηση μεγάλης έκτασης της
λίμνης Αρτζάν που αποξηράνθηκε το 1934.
Το
1952 βάσει του άρθρου 104 του Συντάγματος του 1952 με την υπό αριθμό
192113/1952 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας το κτήμα κηρύχθηκε αναγκαστικώς
απαλλοτριωτέο. Η απόφαση αυτή ανακλήθηκε το 1955.
Το
κτίριο «κονάκι» των αδελφών Σουλτογιάννη έχει χαρακτηρισθεί ως έργο τέχνης και
θεωρείται αξιόλογο δείγμα αρχιτεκτονικής της πρώτης εικοσαετίας του 20ου
αιώνα. Κτίσθηκε από ρώσο αρχιτέκτονα που ήρθε ειδικά από την Αυστρία για το
σχεδιασμό του. Είναι λιθόκτιστο με επίπεδες στέγες στον πρώτο όροφο και
δίκλινες στέγες στο δεύτερο όροφο. Είναι προσαρμοσμένο στην αγροτική ζωή.
Κάτοικοι
απογραφής: 1928: 53 1940: 35, 1951: 0,1961:0, 1971 :0, 1981 : 29, 1991 : 32 και
το 2001: 37.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου